Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἴτυος

См. также в других словарях:

  • Ἴτυος — Ἴτυς gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτυος — ἴτυς felloe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίτυς — ίτυος, ὁ, Α γονέας, πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. φιτύω] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίπιτυς — ίτυος, ἡ, Α ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πίτυς] …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»