Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιλαμβάνομαι

  • 1 επιλαμβάνομαι

    ἐπιλαμβάνω
    take: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > επιλαμβάνομαι

  • 2 ἐπιλαμβάνομαι

    ἐπιλαμβάνω
    take: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > ἐπιλαμβάνομαι

  • 3 ἐπιλαμβάνομαι

    ἐπιλαμβάνομαι (s. λαμβάνω) fut. ἐπιλήψομαι LXX; 2 aor. ἐπελαβόμην; pf. ptc. fem. ἐπειλημμένη Gen 25:26 (in our lit., as well as LXX and TestJos 8:2, only in the mid., which is used since Hdt.; also ins, pap; Philo, Somn. 2, 68; Jos., Bell. 6, 232; Just.).
    to make the motion of grasping or taking hold of someth., take hold of, grasp, catch, sometimes w. violence, w. gen. foll. (Hdt. 6, 114 al.; LXX) of pers. (Laud. Therap. 24 ἐπιλαμβάνονται τοῦ ἀνδρός; 2 Km 13:11; Is 3:6) Mt 14:31; Lk 23:26 v.l.; Ac 17:19; 21:30, 33 (s. 2 below); of thing (LXX) τῆς χειρός τινος (cp. Pla., Prot. 335c; Zech 14:13; Jos., Ant. 9, 180) Mk 8:23; Ac 23:19; fig. Hb 8:9 (Jer 38:32). Foll. by gen. of pers. and of thing by which the person is grasped (X., An. 4, 7, 12 ἐ. αὐτοῦ τῆς ἴτυος ‘his shield’; Diod S 17, 30, 4; Epict. 1, 29, 23; Bel 36 LXX; TestJos 8:2) μου τῆς χειρός me by the hand Hv 3, 2, 4 (Plut., Mor. 207c ἐπιλαβόμενος αὐτοῦ τῆς χειρός). αὐτοῦ τῆς πήρας him by the knapsack Hs 9, 10, 5. W. acc. of pers. (cp. Pla., Leg. 6, 779c) Lk 9:47; press into service 23:26 (for the loanw. ἀγγαρεύω, q.v.). Freq., where ἐ. seems to govern the acc., that case is actually the object of the finite verb upon which ἐ. depends: Lk 14:4; Ac 9:27; 16:19; 18:17.
    to take into custody, arrest (cp. Demosth. 33, 9) Ac 21:33.
    to pounce on someth. compromising, catch, fig. ext. of 1, w. double gen. (cp. 1 above) someone in someth. αὐτοῦ λόγου him in someth. he said Lk 20:20; also αὐτοῦ ῥήματος vs. 26
    take hold of in order to make one’s own, take hold of, fig. ext. of 1 (Hdt. 1, 127; 5, 23; Polyb. 6, 50, 6; 15, 8, 12; Pr 4:13) τῆς αἰωνίου ζωῆς 1 Ti 6:12; cp. vs. 19.
    be concerned with/about. The context of ἀγγέλων, σπέρματος Ἀβραάμ Hb 2:16 suggests the rendering take an interest in, prob. in the sense help (schol. on Aeschyl., Pers. 742 [but s. KDolfe, ZNW 84, ’93, on the textual problem]; Sir 4:11). This may be the place for the variant reading ἐπιλαβών (but the act. is otherw. never used in LXX or NT) Mk 14:72.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιλαμβάνομαι

  • 4 επιλαμβάνομαι

    (αόρ. επελήφθην и επελαβόμην) браться, приниматься, заниматься; начинать, затевать;

    επιλαμβάνομαι της υποθέσεως — браться за дело, заняться делом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιλαμβάνομαι

  • 5 ἐπιλαμβάνομαι

    {с.гл., 19}
    ср.з. хвататься, схватиться, ухватываться.
    Ссылки: Мф. 14:31; Мк. 8:23; Лк. 9:47; 14:4; 20:20, 26; 23:26; Деян. 9:27; 16:19; 17:19; 18:17; 21:30, 33; 23:19; 1Тим. 6:12, 19; Евр. 2:16; 8:9.*
    ключ.сл.

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιλαμβάνομαι

  • 6 επιλαμβάνομαι

    {с.гл., 19}
    ср.з. хвататься, схватиться, ухватываться.
    Ссылки: Мф. 14:31; Мк. 8:23; Лк. 9:47; 14:4; 20:20, 26; 23:26; Деян. 9:27; 16:19; 17:19; 18:17; 21:30, 33; 23:19; 1Тим. 6:12, 19; Евр. 2:16; 8:9.*
    ключ.сл.

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιλαμβάνομαι

  • 7 ἐπιλαμβάνομαι

    ср.з. хвататься, схватиться, ухватываться.

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιλαμβάνομαι

  • 8 ἐπιλαμβάνομαι

    ἐπι|λαμβάνομαι 1. браться, хвататься за что; 2. (особ. словами) нападать на кого, порицать

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > ἐπιλαμβάνομαι

  • 9 предпринять

    ρ.σ.μ.
    επιχειρώ κάνω, πράττω• πραγματοποιώ• επιλαμβάνομαι• δοκιμάζω•

    предпринять попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι•

    предпринять издание книги επιλαμβάνομαι την έκδοση βιβλίου•

    предпринять путешествие επιχειρώ ταξίδι•

    предпринять меры παίρνω δοκιμαστικά μέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > предпринять

  • 10 αντεπιλαμβανομαι

        ухватываться с другой стороны
        

    (ὅ δὲ ἀνείλετο - ὅ δ΄ ἀντεπελάβετο Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > αντεπιλαμβανομαι

  • 11 1949

    {с.гл., 19}
    ср.з. хвататься, схватиться, ухватываться.
    Ссылки: Мф. 14:31; Мк. 8:23; Лк. 9:47; 14:4; 20:20, 26; 23:26; Деян. 9:27; 16:19; 17:19; 18:17; 21:30, 33; 23:19; 1Тим. 6:12, 19; Евр. 2:16; 8:9.*
    ключ.сл.

    Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1949

  • 12 tackle

    ['tækl] 1. noun
    1) (an act of tackling: a rugby tackle.) μαρκάρισμα
    2) (equipment, especially for fishing: fishing tackle.) σύνεργα (ψαρικής κλπ)
    3) (ropes, pulleys etc for lifting heavy weights: lifting tackle.) παλάγκο, τροχαλία
    4) (in sailing, the ropes, rigging etc of a boat.) ξάρτια ιστιοφόρου
    2. verb
    1) (to try to grasp or seize (someone): The policeman tackled the thief.) αρπάζω, κάνω να αρπάξω/ τα βάζω με
    2) (to deal with or try to solve (a problem); to ask (someone) about a problem: He tackled the problem; She tackled the teacher about her child's work.) επιλαμβάνομαι, αντιμετωπίζω (πρόβλημα: πλευρίζω (κάποιον) για να του θίξω κάποιο λεπτό θέμα
    3) (in football, hockey etc, to (try to) take the ball etc from (a player in the other team): He tackled his opponent.) μαρκάρω

    English-Greek dictionary > tackle

  • 13 задеть

    -дену, -денешь; προστκ. задень
    ρ.σ.κ.
    αγγίζω, θίγω, άπτομαι, εφάπτομαι, ακουμπώ•

    рукавом -ел он стакан и опрокинул его με το μανίκι έγγιζε το ποτήρι και το ανέτρεψε.

    || μτφ. πειράζω, πληγώνω•

    его выступление сильно меня -ла η ομιλία του πολύ με έθιξε.

    || μτφ. επιλαμβάνομαι ακροθιγώς.

    Большой русско-греческий словарь > задеть

  • 14 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 15 касаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.δ.
    1. θίγω, εγγίζω, ψαύω, εφάπτομαι•

    касаться стола рукой εγγίζω το τραπέζι με το χέρι.

    2. μτφ.
    επιλαμβάνομαι ακροθιγώς.
    3. μτφ. αφορώ•

    вопрос -ется вас το ζήτημα αφορά εσάς•

    дело это мена не -ется αυτή η υπόθεση δε με αφορά•

    что -ется... ό,τι αφορά..., όσον αφορά...

    Большой русско-греческий словарь > касаться

  • 16 нажать

    -жму, -жмёшь
    ρ.σ.
    1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•

    нажать кнопку πατώ το κουμπί.

    2. θλίβω, πατώ• στίβω.
    3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.
    4. μτφ. εξασκώ πίεση.
    5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•

    нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.

    || επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.
    εκφρ.
    нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.
    -жну, -жнёшь
    ρ.σ.μ.
    θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нажать

  • 17 поверхность

    θ.
    επιφάνεια•

    поверхность земного шара επιφάνεια της γήινης σφαίρας•

    гладкая поверхность ομαλή (λεία) επιφάνεια•

    плоская поверхность επίπεδη επιφάνεια.

    εκφρ.
    скользить по -и – επιλαμβάνομαι επιφανειακά.

    Большой русско-греческий словарь > поверхность

  • 18 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 19 пойти

    ρ.σ.
    1. βλ. идти.
    2. στον παρλθ. χρ. пошл, пошла (με τόνο προσταγής)• φύγε•

    пойти от сюда φύγε απ εδώ, πήγαινε έξω.

    || εμπρός, τράβα, ξεκινά.
    3. αρχίζω, επιλαμβάνομαι καθώς και ως απρόσωπο.
    εκφρ.
    он пошл в отца – αυτός έμοιασε τον πατέρα (στη μορφή).

    Большой русско-греческий словарь > пойти

  • 20 трогать

    ρ.δ.μ.
    1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•

    трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.

    || επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•

    эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•

    никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.

    || επιτίθεμαι•

    собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.

    2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.
    3. μτφ. συγκινώ•

    меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•

    трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•

    его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.

    4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.
    5. ξεκινώ, εκκινώ•

    лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.

    || трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.
    1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.
    2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•

    поезд -ается το τρένο ξεκινά•

    трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•

    3. μετακινούμαι•

    не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.

    4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > трогать

См. также в других словарях:

  • επιλαμβάνομαι — επιλαμβάνομαι, (επιλήφθηκα) βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: επιλαμβάνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια, σε λόγιες εκφράσεις όπως επιλαμβάνομαι του θέματος (→ ασχολούμαι με το θέμα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιλαμβάνομαι — ἐπιλαμβάνω take pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՒՌՆ — (բռին կամ բռան, ամբ. բռունք, ռանց, ռամբք.) NBH 1 512 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. δράξ pugillus, brancata Ափ ձեռին ամփոփեալ. ձեռն բռնօղ կամ ըմբռնօղ զիմն. բուռ. ավուճ. ... *Որչափ բռամբ մի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԾԲԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0947 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 12c ն. συλλογίζομαι ratiocinor πολυπραγμονέω curiose inquiro καταγινώσκω , μέμφομαι arguo, reprehendo, accuso ἑπιλαμβάνομαι corripio. Խծբիծս որոնել, եւ ջանալ գտնել. մանր կրկտել առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»