-
1 αγαλμάτων
ἄγαλμαglory: neut gen plἀ̱γαλμάτων, ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱γαλμάτων, ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
2 ἀγαλμάτων
ἄγαλμαglory: neut gen plἀ̱γαλμάτων, ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱γαλμάτων, ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀγαλματόωmake into an image: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
3 κόρη
κόρη, ἡ, ion. u. ep. κούρη, H. h. Cer. 439 ist κόρη bedenklich, dor. κώρα, Theocr. 6, 36; aber Pind. nur κόραι u. κοῦραι (vgl. κόρος, κοῦρος); – 1) Mädchen, Jungfrau, Tochter; ἠΰτε κούρη νηπίη, ἥϑ' ἅμα μητρὶ ϑέουσ' ἀνελέσϑαι ἀνώγει Il. 16, 7; von der Briseis, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην 1, 98, öfter; sehr gew. heißen die Nymphen κοῠραι Διὸς αἰγιόχοιο; die Braut, Od. 18, 279; die junge Frau, die Neuvermählte, Il. 6, 247; vgl. Eur. Or. 1436; die Tragg. gewöhnl. κόρη, aber auch κούρα, Aesch. Spt. 133, wie Soph. O. C. 176 (bei dem ἁ πτερόεσσα κόρα die Sphinx heißt, O. R. 509); Eur. I. T. 210; in Prosa nur κόρη, ἤδη δ' εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Plat. Critia. 113 d, καὶ κόρας καὶ γυναῖκας Legg. VII, 813 e, παιδὸς οὔσης κόρης Dem. 21, 79. – Vorzugsweise heißt so in Attika Proserpina, Eur. Alc. 855 u. A.; ναὶ τὰν Κόραν, Ar. Vesp. 1438; τὰ Δήμητρος καὶ Κόρης ἱερά, Xen. Hell. 6, 3, 6. – 2) eine Puppe von Wachs, Thon od. anderen Stoffen, B. A. 272 τὸ σμικρὸν ἀγαλμάτιον τὸ γύψινον ἢ πήλινον; so ἀπὸ τῶν κορῶν τε καὶ ἀγαλμάτων Plat. Phaedr. 230 b; Sp.; Ep. ad. 115 (VI, 280). – 3) die Pupilleim Auge, weil in ihr ein Bildchen des Hineinsehenden erscheint, vgl. Plat. Alc. I, 133 a u. Medic. Oft bei Eur., ὀμμάτων ξηραῖς κόραις Or. 389; geradezu für Auge, προς βλέπειν ὀρϑαῖς κόραις Hec. 979, vgl. Bacch. 746; κόραι στάζουσι δακρύοις Ion 876; auch in der Anth. – Nach Poll. 9, 74 auch eine Münze in Athen. – Bei Xen. Hell. 2, 1, 8 ein langer über die Hand hinaus reichender Aermel.
-
4 καθ-ίδρῡσις
καθ-ίδρῡσις, ἡ, = ἵδρυσις, D. Sic. 4, 51, ἀγαλμάτων Poll. 1, 11.
-
5 κλέπτω
κλέπτω, fut. κλέψω, ὅπως κλέψεις Soph. Phil. 55 (1 mss. κλέψῃς), gew. κλέψομαι, Xen. Cyr. 7, 4, 12; perf. κέκλοφα, pass. κέκλεμμαι, att. auch κέκλαμμαι, aber Ar. Vesp. 57 ist jetzt κεκλεμμένον hergestellt, wie Ath. IX, 409 c; aor. pass. ἐκλέφϑην, Eur. Or. 1597, u. ἐκλάπην, letzteres Plat., vgl. ἐξεκλάπην; – 1) stehlen, heimlicherweise, listig entwenden u. sich aneignen; bei Hom. u. Hes. noch nicht als sittlich schlecht bezeichnet, sondern wegen Schlauheit u. Gewandtheit, die sich dabei zeigt gelobt, wie Hermes selber stiehlt, Il. 24, 24; heimlich entrücken, 5, 268; Aesch. Prom. 8; Soph. Phil. 640; κλέψας ἄγαλμα Eur. Rhes. 502; ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Ar. Equ. 1149; κλέπ τεσκε ἂν περιιὼν τὰ ἐπιτήδεα Her. 2, 174; κλεφϑέντων τῶν ἀγαλμάτων 5, 84; Plat. u. Folgde; von ἁρπάζω unterschieden, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640, wie Ar. Plut. 372; von Menschen, entführen, Μήδειαν pind. P. 4, 250, vgl. Antiph. 5, 38 κλέπτουσι τοὺς μηνύοντας κἆτα ἀφανίζουσιν, heimlich über die Seite schaffen. Auch einen Ort heimlich, unbemerkt einnehmen, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 6, 9. Durch List erlangen, erschleichen, Arist. rhet. Al. 36, 2; γάμον δώροις Theocr. 22, 51. – 2) allgemeiner, betrügen, hintergehen, berücken; πάρφασις ἔκλεψε νόον, Schmeichelrede bethörte den Sinn, Il. 14, 217; Hes. Th. 613; μὴ κλέπτε νόῳ, hege nicht Trug in der Seele, Il. 1, 132; κλέπτει τέ νιν οὐ ϑεός, οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pind. P. 3, 29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύϑοις N. 7, 23; οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην Aesch. Ch. 841, ϑεοῖσι κλέπτομαι Soph. Ant. 1203, ich werde von den Göttern getäuscht; εἰ μὴ τῷ χρόνῳ κεκλέμμεϑα 677; Eur. Herc. Fur. 100, einzeln auch in Prosa, κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist. rhet. 3, 7; vgl. Aesch. 3, 99 κλέπτων τὴν. ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληϑῆ λέγοντας, vgl. §. 85; von Taschenspielern, τὰς τῶν ϑεωμένων ὄψεις δι' ὀξυχειρίαν κλέπτουσι S. Emp. adv. rhet. 39. – Her. vrbdt προβαίνει τὸ πρόσω κλεπτόμενος. er laßt sich verleiten, vorwärts zu gehen, 7, 49, 2. – 3) heimlich halten, verhehlen; ϑεοῠ γόνον Pind. Ol. 6, 36; ϑυμῷ δεῖμα P. 4, 96; τοὺς ἑαυτοῦ ἱππέας ἅμα κλέπτοντα ἐξ ἀπροςδοκήτου τοῖς πολεμίοις ἐπιτίϑεσϑαι Xen. Hipparch. 5, 2; τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα Aesch. 3, 142, indem er die Sachen verdeckt mit falschen Namen; Sp. – 4) heimlich, verstohlen thun; μύϑους κλέπτουσι ὑποβαλλόμενοι, geheim breiten sie fälschlich Lügen aus, wie πόλλ' ἂν κακῶς λάϑρᾳ σὺ κλέψειας κακά Soph. Ai. 188, vgl. 1116; τὰς ὀχείας Arist. H. A. 6, 20; Plat. setzt einander gegenüber κλέπτων ἢ βιαζόμενος, heimlich oder mit Gewalt, Legg. XI, 933 e; οὐκοῦν κλαπέντες ἢ βιασϑέντες τοῦτο πάσχουσιν, ohne daß sie es merken od. gezwungen, Rep. III, 413 b. – Das part. praes. κλέπτον, diebisch, verstohlen; ὡς δὲ καὶ κλέ-πτον βλέπει ὁ μικρός Ar. Vesp. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα 932. – Verwandt mit καλύπτω; bei Hesych. auch κλέπω, vgl. Lob. Phryn. 317.
-
6 θιγγάνω
θιγγάνω, fut. ϑίξω, gew. ϑίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔϑιγον, ϑιγεῖν; berühren, betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; ϑιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος ϑιγών Ag. 649; auch πολλὰ γοῦν ϑιγγάνει πρὸς ἧπαρ, 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς ϑιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν ϑιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ ϑιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, ϑιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = ϑιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens ϑίγω ist nirgends sicher, daher auch nur ϑιγών u. ϑιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
-
7 ἐγ-καυστής
ἐγ-καυστής, ὁ, der Einbrenner, der enkaustische Gemälde verfertigt, ἀγαλμάτων, Plut. de glor. Ath. 6.
-
8 βαθρον
τό1) основание, фундамент, постамент(ἱδρυμάτων Aesch.; ἀγαλμάτων Her.; ἵππου χαλκοῦ Xen.; γῆς Soph.)
ἐν βάθροις εἶναι Eur. — покоиться на своих основах, т.е. быть прочным2) уступ, ступень Her., Soph.; ступенька(κλίμακος Eur.)
3) сиденье, скамья Lys., Plat., Plut.4) порогκινδύνου βάθρα Eur. — близкая опасность
5) престол(Δίκης Soph.)
-
9 γανοω
1) делать блестящим, полировать, обрабатыватьλόγος γεγανωμένος Plut. — тщательно отделанная речь2) разукрашивать, наряжать(ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.)
γεγανωμένος καὴ ἀνθηρός Plut. — нарядный и изящный3) веселить, радовать Anacr.ταῦθ΄ ὡς ἐγανώθην! Arph. — как я был обрадован этим!;
γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. — наслаждаясь пением -
10 εγκαυστης
-
11 επιλεαινω
1) делать гладким, разглаживать(τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.)
2) перен. сглаживать, смягчать(τέν γνώμην τινός Her.; ταύτην τέν ἀτοπίαν Plut.)
-
12 περικοπτω
1) обрубать, отсекать(τὰ ἀκρωτήριά τινος Dem.)
τέν ῥῖνα καὴ τὰ ὦτα περικόψας Plut. — с обрубленными носом и ушами;τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut. — неровности (неотделанных) статуй2) отрезать, отделятьἀπορρῶγι κρημνῷ περικοπτόμενος Plut. — отовсюду отрезанный крутым обрывом;
περικοπτόμενος τέν ἀγοράν Plut. — отрезанный от подвоза3) обрезать вокруг(τὰ βιβλία Luc.)
4) опустошать, разорять(χώραν Dem.)
5) грабить6) отбирать, отнимать(τὰ σιτηγά Plut.)
-
13 χρυσωτης
-
14 καθίδρυσις
A = ἵδρυσις, ἑαυτῆς, of Artemis, D.S.4.51;ἀγαλμάτων Iamb.Myst.5.23
(pl.), cf. Poll.1.11, Cat.Cod.Astr.8(4).252;ἀνδριάντων Cod.Just.1.4.26.6
(pl.); foundation-festival, BGU1.28 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίδρυσις
-
15 καθοσίωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθοσίωσις
-
16 συστολή
A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7
; λύπη ἐστὶν ἄλογος ς. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr. 410; esp. in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3;σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700
; of other organs, [ τῆς μήτρας] Sor.1.70b;συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589
P., cf. Gal.18(2).128.4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7;σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51
; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108.9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστολή
-
17 ἀκρόχειρον
ἀκρόχειρ-ον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόχειρον
-
18 ἀποστερέω
ἀποστερ-έω· —[voice] Pass., [tense] fut.A- στερηθήσομαι Lys.12.70
, v.l. in D.1.22; also- στερήσομαι E.HF 137
(lyr.), Th.6.91, D.24.210;ἀποστεροῦμαι And.1.149
: [tense] pf. ἀπεστέρημαι, etc.:—rob, despoil, defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei,χρημάτων ἀ. τινά Hdt.5.92
.έ; τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Av. 1605
; : c. acc. pers. et rei,μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El. 1276
(lyr.), cf. Antipho 3.3.2, X.An.7.6.9, Is.8.43, etc.: abs., commit fraud, Ar.Nu. 487; ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης being constrained to become a defaulter, Pl.Phdr. 241b;συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαι Id.Lg. 868d
:—[voice] Pass., to be robbed or deprived of, c. gen.,Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt.3.130
; ; ;ἁπάντων ἂν ἀπεστερήμην D.21.106
: c. acc.,ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12
, etc.: abs., εἰ δ' ἀπεστερήμεθα if we have been frustrated, S.Aj. 782.2 ἀ. ἑαυτόν τινος detach, withdraw oneself from a person or thing,τῶν [ἀγαλμάτων].. ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν Id.OT 1381
;οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78
;ἄλλου ἑαυτὸν ἀ. Th.1.40
;ἀ. ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3
; ἐκείνους.. ἀ. μὴ ἂν.. ἀποτειχίσαι deprive them of the power of walling off, Th.7.6:—reversely,ἀ. τὸν ἔλεον ἑαυτοῦ Plu.Aem.26
, cf.Dem.4.4 c. acc. rei only, filch away, S.Ph. 931; withhold, A.Pr. 777, S.OT 323, Ar.Nu. 1305; refuse payment of a debt, D.21.44, etc.; refuse to give up,παρακατ αθήκην Arist.Rh. 1383b21
; Ζεὺς ἀποστεροίη γάμον may he avertit, A.Supp. 1063(lyr.).5 τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, E.Hel. 577.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστερέω
-
19 ἐπαγάνωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγάνωσις
См. также в других словарях:
ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
PICTURA — seu PINGENDI Ars. alias Graphice, ex Graeco, definitur Socrati, ἐικασία τῶ ὁρωμένων, Imitatio seu repraesentatio eorum, quae videntur; quam definitionem cum Plastice communem habet. Horat. l. 2. Ep. 2. v. 8. Argilla quidvis imitaberis uda. Ducit… … Hofmann J. Lexicon universale
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek