Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(в+сторону)

  • 61 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 62 привлечь

    -леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.
    2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•

    крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•

    его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•

    привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.

    3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•

    привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.

    4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•

    привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.

    || θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > привлечь

  • 63 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 64 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 65 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 66 уклон

    α.
    1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•

    катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.

    2. κλίση, γέρμα•

    уклон мачты η κλίση του καταρτιού•

    уклон столба η κλίση του στύλου.

    3. απόκλιση•

    уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.

    4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση•

    левый уклон αριστερή παρέκκλιση•

    борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.

    5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•

    спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.

    εκφρ.
    под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уклон

  • 67 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 68 шарахать

    ρ.δ.
    1. χτυπώ, ρίχνω, πετώ ξαφνικά, με δύναμη. || πυροβολώ.
    2. βλ. παθ. φ. -ся.
    1. μετακινούμαι απότομα• πετιέμαι επάνω, αναπηδώ•

    шарахать в сторону πετιέμαι στην άκρη.

    || ρίχνομαι ορμητικά.
    2. (απλ.) πέφτω επάνω, προσκρούω• χτυπώ•

    шарахать об угол χτυπώ στη γωνία.

    3. μτφ. αναμερίζω, ξεφεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > шарахать

  • 69 шутка

    θ., γεν. πλθ. шуток.
    1. αστείο, αστεϊσμός, χωρατό• χαριεντισμός•

    забавная -φαιδρό αστείο (καλαμπούρι)•

    невинная шутка αθώο (άκακο) αστείο•

    злая шутка μοχθηρό αστείο•

    шутка глупая шутка κουτό αστείο•

    мне не до -ток δεν κάνω (δε δέχομαι) αστεία•

    он не на -у рассердился αυτός θύμωσε στα σοβαρά (όχι στ αστεία)•

    он не понимает -ток αυτός δεν καταλαβαίνει από αστεία•

    остроумная шутка πολύ έξυπνο αστείο•

    обращать всё в -у τα γυρίζω όλα στ αστείο.

    2. μικρό κωμικό έργο.
    εκφρ.
    в -у – αστεία (όχι σοβαρά)•
    не шутка – (ως κατηγ.) δεν είναι αστείο (είναι πολύ σοβαρό)•
    на (или не в) -у – όχι στ σ.στεία (σοβαρά)•
    - и в сторону – τ αστεία στη μπάντα (κατά μέρος)•
    шутка -ой – ήшуткаи -ами τ αστεία ειν αστεία, (όμως...)• радишуткаи χάρη αστειότητας•шуткаи с ним плохи αυτός δε σηκώνει αστεία (παραξηγεί-ται)•шуткаи прочь! άσε τ αστεία•
    шутка ли – δεν είναι αστεία, δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολα τα πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > шутка

См. также в других словарях:

  • В СТОРОНУ — 1. В СТО/РОНУ <СТОРО/НКУ> отходить, отступать; отзывать, уводить, оттаскивать и под. На некоторое расстояние; прочь. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (X) сами или под чьим л. воздействием перемещаются подальше, но недалеко от того… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СКЛОНИТЬ НА СВОЮ СТОРОНУ — кто кого, реже что [чего, какую] Убедить в своих взглядах, добиться поддержки. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (Y) смогли повлиять на другое лицо, другую группу лиц, на социальный коллектив (X) таким образом …   Фразеологический словарь русского языка

  • СКЛОНИТЬ НА СТОРОНУ — кто кого, реже что [чего, какую] Убедить в своих взглядах, добиться поддержки. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (Y) смогли повлиять на другое лицо, другую группу лиц, на социальный коллектив (X) таким образом …   Фразеологический словарь русского языка

  • УВЕСТИ В СТОРОНУ — кто, что кого, что от кого, от чего Увлекать прочь по ложному пути. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (X) или событие (p) препятствует другому лицу или другой группе объединённых общей деятельностью лиц (Y) в… …   Фразеологический словарь русского языка

  • УВОДИТЬ В СТОРОНУ — кто, что кого, что от кого, от чего Увлекать прочь по ложному пути. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами лиц (X) или событие (p) препятствует другому лицу или другой группе объединённых общей деятельностью лиц (Y) в… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВСТАВАТЬ НА СТОРОНУ — кто кого, чью Соглашаться, принимать точку зрения, начинать поддерживать. Имеется в виду, что лицо (X) начинает разделять взгляды, образ мыслей другого лица (Y), оказывать ему поддержку в его деятельности, вступаться за него. реч. стандарт. ✦ {1} …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВСТАТЬ НА СТОРОНУ — кто кого, чью Соглашаться, принимать точку зрения, начинать поддерживать. Имеется в виду, что лицо (X) начинает разделять взгляды, образ мыслей другого лица (Y), оказывать ему поддержку в его деятельности, вступаться за него. реч. стандарт. ✦ {1} …   Фразеологический словарь русского языка

  • ГЛЯДЕТЬ В СТОРОНУ — кто Обращать внимание на кого л. другого; фокусировать взгляд не на собеседнике, обращаться не прямо к собеседнику. Имеется в виду, что взгляд лица (X) направлен не на собеседника, мимо него или что его слова не адресованы непосредственно… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ГОВОРИТЬ В СТОРОНУ — кто Обращать внимание на кого л. другого; фокусировать взгляд не на собеседнике, обращаться не прямо к собеседнику. Имеется в виду, что взгляд лица (X) направлен не на собеседника, мимо него или что его слова не адресованы непосредственно… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПОСМОТРЕТЬ В СТОРОНУ — кто Обращать внимание на кого л. другого; фокусировать взгляд не на собеседнике, обращаться не прямо к собеседнику. Имеется в виду, что взгляд лица (X) направлен не на собеседника, мимо него или что его слова не адресованы непосредственно… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СМОТРЕТЬ В СТОРОНУ — кто Обращать внимание на кого л. другого; фокусировать взгляд не на собеседнике, обращаться не прямо к собеседнику. Имеется в виду, что взгляд лица (X) направлен не на собеседника, мимо него или что его слова не адресованы непосредственно… …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»