-
1 Θεοφραστος
ὁ Теофраст (родом из Эфеса на о-ве Лесбос, философ и ученый, ок. 372-287 гг. до н.э., ученик Платона и Аристотеля, автор «Ἠθικοὴ χαρακτῆρες», «Περὴ φυτῶν αἰτιῶν», «Περὴ φυτῶν ἱστορίας» и др.) -
2 απαριθμεω
1) пересчитывать, учитывать(ὄχλον Xen.; πάντα Plut.)
2) отсчитывать, платить(χρήματα διπλάσια Xen.)
3) перечислять(τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.)
4) пересказывать, рассказывать(τοὺς τυχόντας μύθους Arst.)
-
3 αποφυτεια
-
4 βλαστος
ὅ1) росток, отпрыск, побег Her., Arst., Plut.2) зародыш Arst.3) отпрыск, дитя Soph.4) произрастание(τῶν φυτῶν Plut.)
ὅ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. — пора прозябания, т.е. весна -
5 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
6 γηρας
I.II.1) старость(γ. οὐλόμενον Hes.; διὰ γ. ἀσθενής Plut.)
ἐπὴ γήραος οὐδῷ (gen. epexeg.) Hom., Hes.; — на пороге, которым является старость, т.е. на краю могилы;ἐπὴ γήρως Arph. и ἐν (τῷ) γήρᾳ Lys., Plat., Arst.; — в старости;οὔκ ἐστι γ. τοῦδε Aesch. — это никогда не ослабеет2) старческое состояние, увядание(φυτῶν, σώματος καὴ διανοίας Arst.)
3) сбрасываемая змеей кожа, линовище(οἱ ὄφεις ἐκδύνουσι τὸ γ. Arst.)
-
7 εντεριωνη
-
8 επιμελεομαι
ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
9 επιμελομαι...
ἐπιμέλομαι...ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
10 ζωον
иногда ζῶον τό1) живое существо(ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζ., sc. ἐστιν Arst.)
πᾶν, ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζ. ἂν λέγοιτο Plat. — все, что причастно жизни, может быть названо живым существом2) животное(ζῷα πάντα καὴ φυτά Plat.; γένος ἀνθρώπων καὴ ζῴων καὴ φυτῶν Arst.)
3) презр. тварьὅπως ἥ χώρα τοῦ τοιούτου ζώου καθαρὰ γίγνηται Plat. — чтобы страна очистилась от подобной твари
4) изображение с натуры, т.е. статуя, картина, рисунок и т.д. (πυραμίς, ἐν τῇ ζῷα ἐγγέγλυπται Her.)ζ. οἱ ἐνῆν ἀνέρ ἱππεύς Her. — на нем (т.е. на каменном изваянии) было изображение всадника;
ζῷα γράψασθαι πᾶσαν τέν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου Her. — написать картину (изображающую) весь этот мост через Боспор -
11 ημεροτης
-
12 θηλυτης
1) женские свойства, женская природа(ἥ φύσις τῆς θηλύτητος Arst.)
2) женский пол(φυτῶν Arst.)
3) женственность, изящество, мягкость(τοῦ κάλλους Plut.)
4) изнеженность, женский характер(θ. καὴ ἀκολασία Plut.)
ἥ τῶν ἐσθήτων θ. Plut. — женский покрой платья -
13 ιδιοτης
(τῶν πράξεων Plat.; τῶν φυτῶν Arst.; τοῦ πολιτεύματος Polyb.)
ἥ ἰ. τῇς ἡδονῆς Xen. — особая прелесть -
14 ιδιωμα
- ατος τό1) особенность, своеобразие(τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.)
τὰ περὴ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. — местные особенности;τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. — особое расположение (войск)2) грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома -
15 κατανοεω
1) (ясно) подмечать, (отчетливо) понимать(τοῦτο Her.; τὰς διαφορὰς τῶν φυτῶν Arst.)
ὡς ἐμὲ κατανοέειν Her. — как мне думается;οὐ πάνυ κατανοῶ Plat. — я не совсем понимаю2) замечать, видетьτέν ἐν τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κ. погов. NT. — не замечать бревна в собственном глазу3) изучать, усваивать(τῆς Περσίδος γλώσσης καὴ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας Thuc.; τέν τῆς πολιτείας ἀρετήν Plut.)
4) воспринимать, созерцать, мыслитьτῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Plat. — уподобить созерцающее созерцаемому, т.е. субъект мышления его объекту
5) размышлять, обдумывать(περί τινος Xen., Polyb.)
6) принимать во внимание(δεῖ κ., ὅτι … Arst.)
7) приходить к заключению, умозаключатьτόδε δέ κατανοητέον Plat. — приходится, стало быть, сделать следующий вывод
-
16 νευρινος
31) волокнистый(περικαλύμματα φυτῶν Plat.)
2) сухожильный(χορδή Arst.)
3) сделанный из сухожилий(βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.)
-
17 νευρον
τό1) сухожилие(ὀστᾶ τε καὴ νεῦρα Plat.)
2) волокно(φυτῶν Plat.)
3) ( сделанные из сухожилий) нить, шнур4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь(τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.)
5) тетива Polyb.6) струна(νεῦρα τινάσσειν Anth.)
-
18 νηποινος
21) безнаказанный, неотмщенныйνήποινοί κεν ὄλοισθε Hom. — и вы, пожалуй, погибнете неотмщенными (т.е. ваш убийца останется ненаказанным)
2) обездоленный, т.е. лишенный(φυτῶν Pind.)
-
19 ομματοστερης
-
20 ορχατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυτών — place planted masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτών — ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ όν + επίθημα ών (πρβλ. ξεν ών)] … Dictionary of Greek
φυτῶν — φυτόν plant neut gen pl φυτός shaped by nature fem gen pl φυτός shaped by nature masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτῶνος — φυτών place planted masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύτον — Φύτων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek