Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Θεόφραστος

См. также в других словарях:

  • Θεόφραστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφραστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη …   Dictionary of Greek

  • Θεόφραστος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σακελλαρίδης, Θεόφραστος — Έλληνας μουσουργός (Αθήνα 1882 1950). Σπούδασε στην Αθήνα και ύστερα στη Γερμανία και στην Ιταλία και υπήρξε από τους παραγωγικότερους Έλληνες συνθέτες οπερέτας, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να συγκινούν μεγάλο μέρος του κοινού. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Ρενοντό, Θεόφραστος — (Renaudot, Βιέννη 1586 – Παρίσι 1653). Γάλλος γιατρός, δημοσιογράφος και κριτικός. Αφού άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, με την προστασία του Ρισελιέ, πήρε τον τίτλο του βασιλικού γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφράστω — Θεόφραστος masc nom/voc/acc dual Θεόφραστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφράστω — θεόφραστος masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεόφραστος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφραστον — θεόφραστος masc/fem acc sg θεόφραστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράκελσος — (Θεόφραστος Μπόμπαστ φον Χόχενχαϊμ, που εκλατίνισε το όνομά του σε Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus Paracelsus, Άινσιντελν 1493 – Σάλτσμπουργκ 1541). Ελβετός γιατρός, φιλόσοφος, χημικός. Γιος γιατρού, πήρε από τον πατέρα του τα πρώτα… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφράστου — Θεόφραστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»