Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀμματοστερής

См. также в других словарях:

  • ομματοστερής — ὀμματοστερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς 2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + στερής (< στέρομαι… …   Dictionary of Greek

  • ὀμματοστερής — bereft of eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμματοστερεῖ — ὀμματοστερής bereft of eyes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀμματοστερής bereft of eyes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμματοστερεῖς — ὀμματοστερής bereft of eyes masc/fem acc pl ὀμματοστερής bereft of eyes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»