-
121 ἀποτρίβω
A wear out, πολλά οἱ.. σφέλα.. πλευραὶ ἀποτρίψουσι his ribs will wear out many a footstool (thrown at him), Od.17.232.III rub off,ἰόν Theoc.16.17
: metaph.,πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Id.24.133
:—[voice] Pass., to be rubbed off, Arist. Col. 793a25:—[voice] Med., get rid of,ἀδοξίαν D.1.11
;ἐγκλήματα Aeschin. 1.179
; ;διαβολάς D.S.17.5
; τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον, Plb.3.8.10, 10.14.1; τοὺς πελάζοντας ἀ. brush them away, Id.3.102.5;τὴν ἄνθρωπον Plu.Mar.40
; quartanam Cic.Att.7.5.5;λιμὸν τῆς γαστρός Plu.2.1044b
; decline, reject,ἡμέραν Inscr.Prien. 27.17
;τὴν πεῖραν Plu.Thes.26
;δεήσεις Id.Brut.17
;τὰ διδόμενα OGI 315.82
(Pessinus, ii B.C.).2 in [voice] Pass., ὥστε μηδὲν ἀπ' αὐτῆς ἀποτρῐβῆναι, = ne quid detrimenti resp. caperet, D.C.40.49, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρίβω
-
122 ἀφειδής
A not sparing of,νεῶν καὶ πεισμάτων A.Ag. 195
(lyr.); ἀ. δείματος lightly regarding it, A.R.4.1252;ἀ. πρὸς τὸν ἔρωτα Call.Epigr.47.7
: [comp] Sup.-έστατοι, τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24
.2 of things, ἀ. ὁ κατάπλους καθεστήκει the landing was made without regard to cost or risk, Th.4.26; not spared, lavishly bestowed, ;δῶρα AP11.59
(Maced.).II Adv. -δῶς, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion.- δέως Alc.34
, Hdt.1.163, al., [dialect] Ep.- δείως A.R.3.897
:—freely, lavishly, Alc.l.c.;διδόναι Hdt.
l.c., D.18.88;ἀ. ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Hdt.9.61
: [comp] Comp.-έστερον, ταῖς λέξεσι χρῆσθαι Hermog.Id.2.11
; unsparingly,ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφειδής
-
123 ἐξοικίζω
A remove one from his home, eject, banish, Th.1.114, 6.76;ἐξῴκισέν [με] γάμος οἴκων E.Hec. 948
(lyr.);τινὰς εἰς Πώμην Plu.Rom.24
; give notice to quit, BGU1116.18 (i B. C.);ἐ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plu.Comp.Arist.Cat.3
:—[voice] Pass. and [voice] Med., go from home, emigrate, ; ἐξῳκίσαντο ib. 203; quit a house or shop, opp. εἰσοικ-, Aeschin.1.124; to be deported,εἰς ἄλλην χώραν Pl.Lg. 929a
;τὸν πόλεμον τῆς Ἑλλάδος -ισμένον Plu.Ages.15
: metaph., ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου διὰ τὸν φόβον ἐξῳκίσθη was banished, cj. in Gorg.Hel.16.II dispeople, empty,Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν E.Hec. 887
; lay waste,πόλεις D.H.5.77
:— [voice] Med., Plu.Comp.Ages.Pomp.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοικίζω
-
124 ὑπεκτίθεμαι
A bring one's property to a place of safety, of persons or things which one removes from the dangers of war, , cf. 41, Th.1.89; ;ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου E.Andr.69
;ὑπεκθέμενοι παιδας ἐς Σαλαμῖνα Lys.2.34
;ὑ. τὰ χρήματα X.Cyr.6.1.26
; τοῖς ὑπεκτεθημένοις (sic) (Rhamnus, iii B. C.); pueros in Graeciam,Cic.
Att.7.17.4, cf. OGI437.64 (Pergam., i B. C.):—[voice] Pass.,ὑπεκτιθέμενοι ἔξω τῆς χώρης οἱ παῖδες.. ἥλωσαν Hdt.5.65
.II deposit for re-exportation, εἰ δέ τί κα.. ὑπέχθηται (Cret. for ὑπέκ-θηται) GDI5040.21; cf. ὑπεκθέσιμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκτίθεμαι
-
125 ὑπηρετέω
A- ήσω Alex.
(v. infr.), etc.: [tense] plpf.ὑπηρετήκειν X.HG3.3.9
:—prop. do service on board ship, as a rower (cf. ὑπηρέτης, ὑπηρεσία), SIG524.33,47 (Praesus, iii B. C.):—[voice] Pass., .II to be a servant, do service, S.El. 996, Ph. 990; opp. ἄρχω, Ar.V. 518 (troch.);τοὺς διὰ φόβον ὑ. X.Hier.1.38
.2 c. dat., minister to, serve,τῷ παρόντι δαίμονι S.El. 1306
, cf. E.Ph. 1708, Th.4.108, etc.; ὑ. τῷ χρηστηρίῳ submit to its ruling, Hdt.8.41, cf. Pl.Lg. 914a;ἔργοις ἀνοσίοις ὑ. S.OC 283
; [νόμῳ, λόγῳ], Lys.2.19; ὑ. τοῖς τρόποις humour his ways, Ar.Ra. 1432; τῷδ' ὑ. λόγῳ second, support it, E.Med. 588; .3 ὑ. τινὶ εἴς or πρός τι, Hdt.1.109, X.Eq.8.7, etc.; also ὑ. τινί τι serve one in a thing,οἷς σὺ ταῦθ' ὑπηρετεῖς S.Ph. 1024
, cf. Ar.Pl. 979, Pl.Smp. 196c, X.Cyr.5.1.20, D.18.138,59.35.b in financial sense,τὸν δὲ ταμίαν εἰς τὸ ἀνάλωμα ὑπηρετῆσαι Supp.Epigr. 1.351.30
(Samos, iv B. C.), cf. 363.43 (ibid., iii B. C.), Inscr.Prien.3 (iv B. C.), 18 (iii B. C.), al.4 abs., serve, be subordinate, opp. προστάττω, Arist.Top. 129a13;ἡ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Id.Metaph. 982b5
: c. neut. pl. of Adj., etc., τὰ λοίφ' ὑ. help in what remains to be done, S.Ph.15;ὑ. τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R. 467a
; and with cogn. acc.,ὑ. τὰς διακονικὰς πράξεις Arist.Pol. 1277a36
:—[voice] Pass., to be done as service,τὰ ἀπ' ἡμέων ἐς ὑμέας ὑπηρετέεται Hdt.4.139
; χρὴ σὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι that my service should be rendered, Id.1.108;ἢν τὰ παρ' ὑμῶν ὑπηρετῆται Isoc.3.63
;τὸ πρᾶγμα τὸ ὑπηρετηθέν Arist.EE 1243a16
, cf. X.HG5.2.34.—The [voice] Med. occurs in late texts, as Hld.7.19, al., and Alciphr.1.11, dub. in Supp.Epigr.1.327.19 (Callatis, i A. D.); τὸ -ούμενον the retinue, Memn.2.4; [tense] fut.- ήσομαι POxy.58.24
(iii A. D.); but in S.El. 1306, ὑπηρετοίην was rightly restored by Musgrave and Elmsl. for -οίμην.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπηρετέω
-
126 ὑπολείπω
A leave remaining,ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50
;ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς.. οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2
(cf. infr. 111);πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17
;τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81
; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-); τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11
.2 of things, fail one,ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1
( ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 ( ἐπι- Ellendt);ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17
;ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33
; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol. 1330b7
.3 intr., fail, fall short,θεοὶ.. ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1
;ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA 615b22
; ὑ. τὸ μέλι ib. 626b6; , cf. PA 650a36 (c. dat.); had ceased,Hp.
Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 ( ὑπολίπωμαι codd.).II [voice] Pass., c. [tense] fut. [voice] Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind.., Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86;ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276
, 282, etc.;ὑπολειφθείς Hdt.5.61
, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70.2 of things,πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615
;ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16
; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε .. so that they do not remain in force, in case that.., Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ .. Pl.Phdr. 231b;μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29
(Crete, ii B. C.).3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.).4 to be left behind in a race, Ar.Ra. 1092; lag behind,κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp. 174d
; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete. 343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H.5 metaph., to be inferior,ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol. 1334b39
, cf. 1254b35.6 abs., fail, come to an end,ὁπόταν.. νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91
(anap.), cf. Arist.Mete. 356b5, al.III [voice] Med., leave behind one,τὰ πρόβατα Hdt.4.121
;μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7
; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς .. to leave cause for reproach against oneself, in thinking that.., Th.1.140 (v. sub init.);πόνους Isoc.9.45
.2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25
;δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6
, cf. 39.1; reserve,ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4
;σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4
(iii B. C.);τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6
(iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the [voice] Act. ὑπέλειπε.. ἑαυτῷ.. ἀναφοράν ( left himself a means of escape) is the best reading.3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—[voice] Pass., ib.58;ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204
(Euboea, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολείπω
-
127 ἐκλείπω
ἐκ-λείπω, (1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; τὴν τυραννίδα, aufgeben; τὸν βίον, sterben; bes. verräterischer Weise im Stich lassen; auch ohne acc., von Soldaten: desertieren; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach; sich einer Sache entziehen; unterlassen, nicht beobachten; ὅρκον, brechen; weglassen, bes. in der Rede übergehen. (2) intrans., ablassen, nachlassen; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αϑηναίοις, ἐκλιποῠσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόϑι τὴν χιόνα, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken geraten; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren. Ohnmächtig werden; sterben. Von der Sonne u. dem Monde: sich verfinstern (ausbleiben). Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται, die Schmach verschwindet -
128 ἐρῆμος
ἐρῆμος, einsam, gew. entblößt von angenehmen Dingen, deren Verlust empfindlich ist; vom Lande: wüst, unbebaut; πνύξ, menschenleer; ποιοῠντες ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν, leer von schlechten Menschen; ἡ ἔρημος, sc. χώρα, die Einöde, Wüste, ein von Menschen verlassener Ort; von Menschen: einsam, verlassen, hilflos, μονάδα δὲ Εέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα μολεῖν; ἔρημον πάντων τῶν συγγενῶν, von allen Verwandten verlassen, ohne alle Verwandte; ναῠς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω, entblößt von Männern; στέγαι φίλων ἔρημαι, leer von Freunden. Κορινϑίων ἔρημοι ἐς τοῠτον τὸν πόλεμον καϑέσταμεν, ohne die Korinther. Bes. ἡ ἐρήμη, ein Contumazialbescheid, wodurch die im Termin ausbleibende Partei verurteilt wurde; ἐρήμην κατηγορεῖν, einen Abwesenden anklagen; ἤλπιζε ἀποφεύξεσϑαι τὴν γραφήν · οὔτε γὰρ ἐπεξιέναι οὐδένα, ἀλλ' ἐρήμην αὐτὴν ἔσεσϑαι, wenn eben kein Ankläger auftritt; ἐρήμην ὄφλειν τὴν δίκην, ein Contumazialurteil verwirkt haben, in contumaciam verurteilt werden; δίκην εἷλον ἐρήμην, einen solchen Prozess gewinnen, bewirken, daß einer in contumaciam verurteilt wird; ἐρήμην καταδιαιτᾶν, καταδικάζειν τινός, j-n in contumaciam verurteilen; ἔρημον ἀφεικέναι τὸν ἀγῶνα, sich dem Kampfe entziehen, sich nicht stellen
См. также в других словарях:
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of … Wikipedia
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek
Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek