Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

(τὸν+πατρῷον+οἶκον

См. также в других словарях:

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»