Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(σύνδεσμοι)

См. также в других словарях:

  • σύνδεσμοι — σύνδεσμος that which binds together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνδεσμοι — σύνδεσμοι , σύνδεσμος that which binds together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • ευθυμητρικός — ή, ό 1. αυτός που εξέρχεται από τη μήτρα ευθέως 2. φρ. α) «ευθυμητρικοί σύνδεσμοι» δύο σύνδεσμοι που προσφύονται πίσω από τον αυχένα τής μήτρας β) «ευθυμητρικός μυς» μυς που συνδέει τη μήτρα με το απευθυσμένο …   Dictionary of Greek

  • ηβοκυστικός — ή, ό ανατ. φρ. 1. «ηβοκυστικός μυς» μυς που αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες, οι οποίες εκπορεύονται από το μυϊκό χιτώνα τής κύστεως και προσφύονται στην ηβική σύμφυση 2. «ηβοκυστικοί σύνδεσμοι» τρεις σύνδεσμοι πλάγιοι και ένας μέσος, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • ηβοπροστατικός — ή, ό ανατ. φρ. «ηβοπροστατικοί σύνδεσμοι» οι ηβοκυστικοί* σύνδεσμοι …   Dictionary of Greek

  • ιερακάνθιος — ια, ο φρ. «ιερακάνθιοι σύνδεσμοι» οι σύνδεσμοι που ενώνουν τις άκανθες τού λαγόνιου οστού με το ιερό οστό …   Dictionary of Greek

  • ιερακανθώδης — ες φρ. «ιερακανθώδεις σύνδεσμοι» οι ιερακάνθιοι σύνδεσμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + ακανθώδης] …   Dictionary of Greek

  • παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… …   Dictionary of Greek

  • συμπερασματικός — ή, ό / συμπερασματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα νεοελλ. 1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις») 2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» σύνδεσμοι που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»