-
1 παρα-πληρωματικός
παρα-πληρωματικός, ή, όν, zur Ausfüllung dienend, σύνδεσμοι, particulae expletivae, Gramm. u. Scholl., auch adv.
-
2 συμ-παρα-πληρωματικός
συμ-παρα-πληρωματικός, ή, όν, = παραπληρωματικός, Schol. Ar. Ach. 1.
-
3 παραπληρωματικός
παρα-πληρωματικός, ή, όν, zur Ausfüllung dienend, σύνδεσμοι, particulae expletivae