Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀξίωμα

См. также в других словарях:

  • ἀξίωμα — that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αξίωμα — το, ατος 1. κάποια ανώτερη θέση στην κοινωνία ή την πολιτεία: Στη ζωή του είχε πάρει πολλά αξιώματα. 2. γνώμη με γενικό κύρος: Ως αξίωμά του είχε να περάσει άγνωστος τη ζωή του. 3. (μαθημ. λογ.), πρόταση φανερή από μόνη της, που δεν αποδείχνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • τἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐξίωμι , ἔξειμι 2 sum pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμι , ἐξίημι send out pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀξίωμα — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωμάτων — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώμασι — ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»