-
1 συλλογιστικός
3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογιστικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 συλλογιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογιστικός