-
1 σφήκας
-
2 σφῆκας
-
3 θηράω
A , E.Ba. 1215, X.Cyr.1.4.10: [tense] pf. τεθήρᾱκα ib. 2.4.16; Thess. [tense] pf. part.πεφειράκοντες IG9(2).536
:—[voice] Med., [tense] fut. θηράσομαι (which, acc. to Moer., is the true [dialect] Att. [tense] fut.) E.Ba. 228, IT 1324: [tense] aor.ἐθηρᾱσάμην S.Ph. 1007
, E.Hipp. 919:—.,[voice] Pass., [tense] fut.- ᾱθήσομαι Gp. 12.9.2
: [tense] aor. ἐθηράθην (v. infr. 111): ([etym.] θήρ, θήρα):—hunt, chase, λαγώς, σφῆκας, X.An.l.c., HG4.2.12, etc.; ; of fishermen, catch, Arist.Fr.76: metaph., catch or capture, , cf.Ph. 1007, X.An.5.1.9: captivate, Id.Mem.2.6.28, 3.11.7; θ. πόλιν seek to destroy it, A.Pers. 233.2 metaph., hunt after a thing, pursue it eagerly, ;θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Id.Ant.92
; ; ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι; have I missed or do I hit the quarry? A.Ag. 1194; τί χρῆμα θηρῶν; E.Supp. 115; reach, attain to, τι Pi.I.4(3).46 (s.v.l.).3 c. inf., seek, endeavour to do,θηρᾷ γαμεῖν με E.Hel.63
; cf. 11.3.4 = ἐκπράσσω 111,θηρήτω δὲ ἁ θοιναρμόστρια IG5(1).1498
(Messenia, ii B.C.).II [voice] Med. like [voice] Act., hunt for, fish for, : abs., οἱ θηρώμενοι hunters, X.Cyn.11.2.2 more freq. metaph., seek after,ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Hdt.2.77
; μαστοῖς ἔλεον θ. E.Or. 568;τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν D. 61.21
, etc.; θ. πυρὸς πηγήν find, discover it, A.Pr. 109; expect to derive,τι παρά τινων Phld.Rh.1.263S.
3 c. inf., seek, endeavour,ὅς με θηρᾶται λαβεῖν E.Hel. 545
; .III [voice] Pass., to be hunted, pursued,πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι A. Pr. 1072
;ὑπ' ἀνδρῶν E.Ba. 732
;Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος X.Mem.1.2.24
.—Cf. θηρεύω. -
4 παίω
Aπαῖ X.Cyn.6.18
codd.: [tense] fut. , X.An.3.2.19, , Lys. 459: [tense] aor.ἔπαισα Supp.Epigr.2.509.4
, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: [tense] pf. , ( ὑπερ-) Ar.Ec. 1118, D.50.34:—[voice] Med., [tense] impf.ἐπαιόμην Plu.Pomp.24
: [tense] aor.ἐπαισάμην X. Cyr.7.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. , Ch. 184, Luc.Salt.10: [tense] pf. πέπαισμαι ([etym.] ἐμ-) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (παίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 171
); and ἐπάταξα (from πατάσσω ) was generally used as [tense] aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in [dialect] Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon,σκυτάλοισί τινας Hdt.3.137
, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted,παισθεὶς ἔπαισας Id.Th. 957
; παῖε πᾶς strike home!, E.Rh. 685; παισάτω πᾶς ( παῖς codd.),παῖ δή, παῖ δή X.Cyn.
l.c.;π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
;π. τινὰ μάστιγι S.Aj. 242
(lyr.), etc.;π. ὑφ' ἧπαρ αὑτήν Id.Ant. 1315
;παίσας πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ E.Or. 1063
;π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.Nu. 549
;εἰς τὰ στέρνα X.Cyr. 4.6.4
;τινὰ ἐς πλευρὰν ξίφει E.Rh. 794
;κατὰ τὸ στέρνον X.An.1.8.26
; , cf. OT 1270;τὸν νῶτόν τινος Alciphr.3.43
: c. dupl. acc.,π. ῥοπάλῳ τινὰ τὸ νῶτον Ar.Av. 497
: c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν) ; S.Ant. 1309 (lyr.); π. ἅλμην, of rowers, A.Pers. 397, E.IT 1391:—[voice] Med., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—[voice] Pass.,παιομένους Th.4.47
, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; πὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6.b rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—[voice] Pass.,τὰ παιόμενα τοῖς κεραυνοῖς Plu.2.665d
; of atoms, παίονται καὶ παίουσι τὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e.2 c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against.., A.Pers. 409;π. λαιμῶν εἴσω ξίφος E.Or. 1472
(lyr.); [ναῦς] θάλασσα π. πρὸς χωρία δύσορμα Plu.Pyrrh.15
: metaph.,ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς.. μέγα βάρος ἔπαισεν S.Ant. 1274
(lyr.).II intr., strike, dash against or upon, (anap.);πρὸς τὰς πέτρας π. X.An.4.2.3
: c. acc.,ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα A.Ag. 1007
(lyr.); λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, of a charioteer, S.El. 745. (From Παϝιω, cf. Lat. pavio, pavimentum.) -
5 σφίγγω
Aσφίγξω AP12.208
(Strat.): [tense] aor.ἔσφιγξα Alex.31
, AP10.75 (Pall.), etc.:—[voice] Med., [tense] aor.ἐσφιγξάμην Hermesian.7.81
, Nonn.D.15.247, al.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσφίγχθην AP6.331
(Gaet.), ([etym.] ἀπ-) Hp.Mochl.35: [tense] pf.ἔσφιγμαι D.H.7.72
, Luc.Musc. Enc.3; inf. , Philostr.VA2.13: [tense] plpf.συνέσφικτο Procop.Gaz. p.168B.
:—bind tight, bind fast:I of the person or thing bound,ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε A.Pr.58
;σφίγγετ', ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Theoc.10.44
; κεκρύφαλοι σ. τεὴν τρίχα; AP5.259 (Paul. Sil.);κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Luc. Asin.24
;σ. πύλας
shut close,AP
5.293.5 (Agath.); τόκους clutch, ib. 11.289 (Pall.); σ. τὴν φράσιν straiten, abridge, Plu.2.1011e, cf. Demetr.Eloc. 244; πολλῷ χρόνῳ τὸν λόγον σφίγξαντες having severely restrained their utterance, Plu.2.6e:—[voice] Pass.,ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theoc.7.17
;σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου D.S.12.17
;σφιγχθεὶς χέρας APl.4.198
(Maec.);σ. δράκοντι AP6.331
(Gaet.);οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Luc.Musc.Enc.3
:—also [voice] Med. (in act. sense), Hermesian.7.81, Nonn.D.13.11, al.2 of the thing used in binding, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε you tied knots fast, i.e. raised all sorts of difficulties, Pherecr.21;σ. τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος Alex.31
;σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην AP5.178
(Mel.); σφίγγουσα τὰ πρὸς τοῖς γόνασι (sc. σπάργανα) Sor.1.84;νεβρίδα στέρνοισι Nonn.D.1.36
;πέπλα.. ἑῷ καρήνῳ Musae.252
;σφιγχθεὶς στέφανος AP12.135
(Asclep.).II bind or hold together,αἰθὴρ σ. περὶ κύκλον ἅπαντα Emp.38.4
;σ. πάντα Pl.Ti. 58a
;ὁ ὠκεανὸς σ. τὴν οἰκουμένην Arist.Mu. 393b9
, cf. Melinno ap.Stob.3.7.12, AP5.293.20 (Agath.).3 tighten up, τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα ς. Gal.6.91; of astringents, ib.477; σύες.. τοῖς ἄρρεσιν ἐμφερῶς ἐσφιγμέναι sows with firm flesh like boars, Sor.1.30;ὑπὸ τῆς ἐμφύτου θερμασίας ἀναχαλᾶται τῶν ἐσφιγμένων ἕκαστον Id.2.10
. -
6 τύφω
Aθῦψαι Hsch.
, Suid. s.v. ἀτυφία: [tense] pf. τέθῠφα dub. cj.in Crobyl.4 ( τέθαιφε cod.A Ath.), Plb.5.42.3 ([etym.] ὑπο-): —[voice] Pass., Arist.Mete. 362a7, Call.Del. 141, etc.: [tense] fut. τῠφήσομαι ([etym.] ἐκ-) Men.505: [tense] aor. ἐτύφην ([etym.] ἐπ-) Ar.Lys. 221: [tense] pf. τέθυμμαι ([etym.] ἐπι-) Pl.Phdr. 230a:—raise a smoke, D.37.36: c. acc. cogn., τύφειν καπνόν Hdt.l.c.: abs., smoke,ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε S.Ant. 1009
.II trans., smoke, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (sc. τοὺς σφῆκας) Ar.V. 457 (troch.), cf. 1079 (troch.):—[voice] Pass., [μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι A.R.2.134
; τυφόμεθα (v.l. -ούμεθα)ὑπὸ τοῦ καπνοῦ Jul.Caes. 310d
.2 consume in smoke, burn slowly,τυφέτω, καιέτω τὸν Αἴτνας μηλονόμον E.Cyc. 659
(lyr.);τ. τὸν χόρτον D.S.3.29
(as v.l. for πυροῦσι): metaph., Crobyl. l.c.:—[voice] Pass., smoke, smoulder,τύφεται Ἴλιον E.Tr. 145
(lyr.), cf. Ba.8; [χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Id.Hec. 478
(lyr.);τυφέσθω Κύκλωψ Id.Cyc. 655
; λίνον τυφόμενον smouldering flax, Ev.Matt.12.20 ( = λ. καπνιζόμενον LXX Is.42.3): metaph., τυφόμενος πόλεμος smouldering, but not yet broken out, Plu.Sull.6; also of the fire of love,πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ AP12.63
(Mel.), cf. 92 (Id.), 5.123 (Phld.), 130 (Id.), 11.41 (Id.). -
7 ἐξανθέω
A put out flowers,γῆ ἐξανθοῦσα X.Cyn.5.5
; bloom, of flowers, Thphr.HP4.7.2; of the growth of hair,ἐ. ἡ τῆς ἥβης τρίχωσις Arist.GA 728b27
: c. acc. cogn., ἐ. ποικίλα put forth varied flowers, Luc.Pisc.6; ἐ. φλόγα, σφῆκας, Plu.Alex.35, Cleom.9;μέλι Alciphr.3.23
.2 metaph., burst forth from the surface, like an efflorescence, ὡς αἱματηρὸν πέλαγος (v.l. πέλανον)ἐξανθεῖν ἁλός E. IT 300
; bursting into flower, breaking out,A.
Pers. 821;ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ δόξα Arist.Metaph. 1010a10
;κακίαι Plu.Thes.6
.3 of ulcers, etc., break out, Hp. de Arte9;ἐ. λεύκη Arist.Col. 797b15
;ὡς φλυκταίνας -ῆσαι IG4.955.25
(Epid.); also of the skin, τὸ ἔξωθεν σῶμα.. φλυκταίναις καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός breaking out with boils and ulcers, Th.2.49, cf. Luc.D Mort.20.4;τὸ ἔδαφος σκόλοψι ἐξηνθήκει Luc.VH2.30
; alsoπλῆθος μυῶν ἐξανθῆσαν Str.13.1.48
.II to be past its bloom, lose its bloom, of colour, Plu.2.287d; of wine, ib.692c; ἐξηνθηκυῖα ἐλαία, i.e. when the flower has dropped and the fruit is forming, Dsc.3.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανθέω
См. также в других словарях:
σφῆκας — σφήξ wasp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρήνη — (anthrena). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των δερμηστιδών. Έχουν πολύ μικρό σώμα, περίπου 2 έως 3 χιλιοστά, σχήμα ελλειψοειδές, χρώμα καφέ και έλυτρα σκούρα κίτρινα. Εμφανίζονται την άνοιξη και το καλοκαίρι στα λουλούδια, αλλά γεννούν … Dictionary of Greek
δέλλις — ( ιθος), η (Α) είδος σφήκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλλις συνδέεται πιθ. με τη λ. βελόνη και με λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω» (< ΙΕ *gwel ), σχηματισμένη με επίθημα όπως το όρνις ( ιθος). Τα δύο λλ τής λέξεως προήλθαν πιθ. από λν , με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
πλήγμα — το / πλῆγμα, ΝΜΑ χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ. γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος τού παιδιού του ήταν μεγάλο… … Dictionary of Greek
σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… … Dictionary of Greek
σφηκίσκος — ο, ΝΑ μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου… … Dictionary of Greek
σχαδών — όνος, η, ΝΑ, σχάδων, ονος, Α (λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια τής μέλισσας ή τής σφήκας αρχ. 1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη τής μέλισσας 2. μικρή… … Dictionary of Greek
τζόρτζινας — ο, Ν είδος κοκκινωπής σφήκας … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek