Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(νοσήματος

См. также в других словарях:

  • νοσήματος — νόσημα disease neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • αφασία — Η αδυναμία ομιλίας που είναι σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και συνήθως οφείλεται σε σοβαρές βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (εμβολές, θρομβώσεις, όγκοι, τραύματα). Πρόσκαιρο αφασικό σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ενδημοεπιδημία — η η επέκταση ενδημικού νοσήματος σε επιδημία …   Dictionary of Greek

  • επίσαγμα — το (Α ἐπίσαγμα) [επισάττω] εφίππιον, σάγμα, σαμάρι αρχ. βάρος («τοὐπίσαγμα τοῡ νοσήματος», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επικάτειμι — ἐπικάτειμι (Α) κατεβαίνω σε κάτι («ἐπικατιόντος τοῡ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάτειμι (μέλλ. τού ρ. κατέρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κάζο — το 1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα 2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi casum… …   Dictionary of Greek

  • κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… …   Dictionary of Greek

  • λοιπόν — (AM λοιπόν, Μ και λοιπός) (άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»