-
1 αδεία
ἀδείᾱ, ἄδειαfreedom from fear: fem nom /voc /acc dualἀδείᾱ, ἄδειαfreedom from fear: fem nom /voc /acc dualἀδείᾱ, ἄδειαfreedom from fear: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀδείᾱͅ, ἄδειαfreedom from fear: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀδείᾱͅ, ἄδειαfreedom from fear: fem dat sg (attic doric aeolic)——————ἁ̱δείᾱͅ, ἡδύςpleasant: fem dat sg (doric aeolic) -
2 άδεια
-
3 ἄδεια
-
4 ἄδεια
A freedom from fear, Th.7.20; esp.safe conduct, amnesty, indemnity,ἀδείην διδόναι Hdt.2.121
.ζ; τοῖς ἄλλοις ἄ. ἐδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν Antipho 5.77
;ἐν ἀ. εἶναι Hdt.8.120
; ἐν ἀ. οὐ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν to hold it not safe, Id.9.42;τὸ σῶμά τινος εἰς ἄ. καθιστάναι Lys.2.15
;τῶν σωμάτων ἄ. ποιεῖν Th.3.58
;πολλὴν ἄ. αὐτοῖς ἐψηφισμένοι ἔσεσθε ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται Lys.22.19
;ἄ. τινι παρασκευάσαι Id.16.13
, cf. D.13.17;παρέχειν Id.21.210
; opp.ἄ. εὑρίσκεσθαι And.1.34
, D.24.47;λαμβάνειν Id.18.286
;ἀδείας τυγχάνειν 5.6
;τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε 19.149
;μετὰ πάσης ἀδείας 18.305
;μετ' ἀ. 22.25
:—also γῆς ἄ. a secure dwelling-place, S.OC 447:— licence to bring forward proposals or make charges, D.24.45, Plu.Per.31, etc.------------------------------------------- -
5 αδεια
ион. ἀδείη ἥ1) безопасность, неприкосновенность(εἰρήνη καὴ ἄ. Plut.)
μετ΄ ἀδείας Thuc., Dem. и ἐπ΄ ἀδείας Plut. — в безопасности;ούκ ἐν ἀδείῃ ποιέεσθαι τὸ λέγειν Her. — считать небезопасным говорить (о чём-л.);τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν τινι Dem. — обеспечить кому-л. личную безопасность;2) свобода (действий), правоἄ. τοῦ ποιεῖν τι Lys. — право беспрепятственно делать что-л.
3) освобождение от наказания, ненаказуемость(ἄ. πληγῶν καὴ κολάσεως Plut.)
ἀδείας τυχεῖν Dem. — получить гарантию неприкосновенности -
6 αδεία
-
7 ἁδεῖα
-
8 άδεια
η1) позволение, разрешение;δίδω την άδεια — разрешать, позволять; — давать согласие;
σας ζητώ την άδεια — прошу разрешения...;
δόστε μου την άδειαν — разрешите мне;
... με (χωρίς) την άδειά σας — с (без) вашего разрешения, согласия;
2) отпуск; увольнение (из части);άδει με πλήρεις αποδοχές — оплачиваемый отпуск;
3) письменное разрешение, пропуск;4) свидетельство, дающее право на что-л.; права (водительские) -
9 αδειά
η1) свободное время, досуг;έλα με την αδειά σου — приходи, когда у тебя будет свободное время;
2) простор, свободное место (в помещении);δεν έχουμε αδειά στο σπίτι — у нас дома нет свободного места;
§ αδειά ποιητική — поэтическая вольность
-
10 ἀδεία
Βλ. λ. αδεία -
11 ἀδείᾳ
Βλ. λ. αδεία -
12 ἁδείᾳ
Βλ. λ. αδεία -
13 άδεια
I.ηErlaubnis fII.ηGenehmigung fIII.η αλιείαςFischereierlaubnis fIV.η διέλευσης [έντυπο]Passierschein mV.η οικοδομήςBaugenehmigung f -
14 ἄδεια
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 2 Mc 11,30; 3 Mc 7,12; Wis 12,11freedom from fear, safe conduct 2 Mc 11,30; license, permission 3 Mc 7,12ἄδειαν ἐδίδους grant pardon! Wis 12,11 Cf. LARCHER 1985, 719-720 -
15 άδεια
[адья] ουσ θ разрешение, отпуск. -
16 ἄδεια
-
17 άδεια
izin, müsaade -
18 άδεια
1) autorisation2) permis3) permission -
19 άδεια
1) pozwolenie (n) rzecz.2) przepustka (f) rzecz.3) urlop (m) rzecz.4) zezwolenie (n) rzecz. -
20 άδεια
1) dovolená2) dovolení3) dovolenka4) oprávnění5) povolení6) povolenka7) souhlas8) svolení
См. также в других словарях:
ἀδεία — ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείᾳ — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεια — freedom from fear fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
άδεια — η 1. συγκατάθεση που δίνεται σε κάποιον για κάτι: Έχεις την άδεια να έρχεσαι όποτε θέλεις στο σπίτι μου. 2. δικαίωμα που δίνεται από κάποια αρχή για οποιοδήποτε σκοπό: Είναι ξένος, αλλά πήρε άδεια εργασίας στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁδεῖα — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδείᾳ — ἁ̱δείᾱͅ , ἡδύς pleasant fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… … Dictionary of Greek
ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείαι — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)