Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ληΐδος

См. также в других словарях:

  • ληίδος — ληίς booty fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίς — ληΐς, ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α) (επικ. τού λεία) 1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο 2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱF ιδ (βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»