Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-στερῶ

  • 1 ἀπο-στέρω

    ἀπο-στέρω, = ἀποστερέω, Isocr. 12, 243 Bekk.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-στέρω

  • 2 στερέω

    στερέω, [ per.] 3sg. imper.
    A

    στερείτω Pl.Lg. 958e

    ; otherwise [tense] pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: [tense] fut.

    στερήσω S.Ant. 574

    ,

    στερῶ A.Pr. 862

    : [tense] aor.

    ἐστέρησα E.Andr. 1213

    (lyr.), Pl.Lg. 873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf.

    στερέσαι Od.13.262

    ;

    ἐστέρεσεν IG12

    (8).600.15 ([place name] Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.;

    στερέσας IG14.902

    ([place name] Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): [tense] pf. ἐστέρηκα ([etym.] ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—[voice] Pass., [tense] pres. (apart from ἀπο-στερέομαι ) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (

    στεροῖτο X.Cyr.7.3.14

    ,

    στερουμένους An.1.9.13

    ,

    στερεῖσθαι E.Supp. 793

    (lyr.), perh. ff. ll.); part.

    στερούμενος Ph.Fr.29H.

    , J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper.

    στερείσθω OGI483.173

    (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; [ per.] 3pl.

    στερείσθων IG12(9).207.44

    (Eretria, iii B.C.): [tense] fut.

    στερηθήσομαι D.C.41.7

    , etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El. 1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: [tense] aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. [tense] aor. 2 part.

    στερείς E.Alc. 622

    , Hec. 623, Hel.95, El. 736 (lyr.): [tense] pf. ἐστέρημαι (v. infr.);

    ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394

    : [tense] plpf.

    ἐστέρητο Th.2.65

    :— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei,

    οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262

    ;

    ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr. 862

    , cf. S.Ant. 574, E.Heracl. 807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg. 873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib. 958e:—[voice] Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen.,

    στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27

    ; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93;

    φροντίδος στερηθείς A.Ag. 1530

    (lyr.);

    τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65

    , cf. 5.84;

    τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46

    ;

    γαίας πατρῴας A.Eu. 755

    ;

    μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant. 890

    ;

    φίλων Id.Fr. 863

    ;

    τῆς πόλεως Antipho 2.2.9

    (as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb. 66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat. 12a35.
    II rarely c. acc. rei, take away,

    μισθόν AP9.174.12

    (Pall.): —[voice] Pass., to have taken from one,

    πλούτου.. κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960

    (though the acc. may be construed with στένειν)

    ; φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερέω

  • 3 deprive

    ((with of) to take something away from: They deprived him of food and drink.) (από)στερώ
    - deprived

    English-Greek dictionary > deprive

  • 4 rob

    [rob]
    past tense, past participle - robbed; verb
    1) (to steal from (a person, place etc): He robbed a bank / an old lady; I've been robbed!) ληστεύω
    2) ((with of) to take (something) away from; to deprive of: An accident robbed him of his sight at the age of 21.) (απο)στερώ
    - robbery

    English-Greek dictionary > rob

  • 5 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 6 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 7 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 8 осиротить

    -очу, -отишь
    ρ.σ.μ.
    ορφανεύω, αφήνω ορφανό, στερώ των γονέων. || στερώ κάποιον από προσφιλή πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > осиротить

  • 9 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 10 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 11 στερομαι

    Grammatical information: v.
    Meaning: `be robbed, lack, loose (Hes., IA.), aor. be robbed, loose: ipv. σταρέστω (Delph. IVa)? (cf. below), further high grade with η-enlargement: ptc. στερείς (E.), στερ-ηθῆναι (Pi, IA.), fut. - ήσομαι, - ηθήσομαι(Att.; στεροῦμαι And.), perf. ἐστέρημαι (IA.); act. rob, snatch from': aor. στερ-ῆσαι ( στερέσαι ν 262, pap. a.o.), fut. - ήσω ( στερῶ A. Pr. 862, - έσω (pap.), perf. ἐστέρηκα (Att.); pass. στερέω, simplex only ipv. στερείτω (Pl.), otherwise with ἁπο- (as also very often in non-present empora esp. in prose) to this midd. στερέομαι (certain only hell. a late); also στερίσκω, - ομαι Hdt., Att.; ἁπο- στερομαι S.), aor. στερίσαι (metr. inscr. Eretria IV-IIIa, AP: ἁποστερίζω Hp.?).
    Derivatives: Few deriv. ( ἁπο-)στέρησις f. `robbery, confiscation' (Hp., Att. etc.), also - εσις (pap.; after αἵρ-, εὕρ-εσις a.o), with στερ-ήσιμος, - έσιμος `which can be confiscated' (pap. inscr. II-IIIp; Arbenz 89), - ημα n. `id.' (Ps.-Callisth.), ( ἁπο-) - ητικός `robbing, removing, negative, privative (Ar, Arist., hell. a. late), - ητής m. who snatches sth. from smb., withholds, deceiver' (Pl., Arist., a.o.), f. - ητρίς (Ar. Nu. 730; parody).
    Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1028] * ster- `steal, rob'
    Etymology: The above forms prob. all go back on the themat. present στέρομαι. Also the isolated ipv. σταρέστω, which Bechtel Dial. 2, 231 (agreeing Schwyzer 747 and Thumb-Kieckers Dial. 1, 275) wants to see as a zero grade root-aorist can be explained (with Schwyzer 274) as purely phonetical from στερέσθω (with ε \> α before ρ), unless one prefers to see in it an analogical formation after NGr. hαρέσται. To the present στέρομαι came first the initially intransitive στερ-ῆναι, - ήσομαι (if old, one would expect σταρ-) - ηθῆναι, - ηθήσομαι; to these came the active στερῆσαι ( στερέσαι after ὀλέ-σαι a.o.), - ήσω etc., to which came at last στερ-έω, - ίσκω (cf. e.g. εὑρ-ήσω: - ίσκω; Schwyzer 709 a. 721; on the forms still Brunel Aspect verbal 115 f.). -- Certain cognates are missing. A possible connection is MIr. serb `theft', which can stand for *ster-u̯ā; further one connects since Osthoff PBBeitr. 13, 460 f. the Germ. verb for `steal', Goth. stilan, OHG. stelan etc., which may have l for r from hehlen. Further forms w. lit. in WP. 2, 636, Pok. 1028; s. also W.-Hofmann s. 2. stēlliō (w. lit.).

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στερομαι

  • 12 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 13 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 14 отнять

    -ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.
    2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.
    3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•

    отнять руку κόβω το χέρι.

    4. μτφ. στερώ•

    двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•

    эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.

    5. (μαθ.) αφαιρώ•
    αφαιρέσομε πέντε.
    εκφρ.
    отнять от груди – αποθηλάζω•
    нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).
    παραλύω, παθαίνω παράλυση•

    у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.

    || μουδιάζω ακινητώ.

    Большой русско-греческий словарь > отнять

  • 15 кров

    кров
    м ἡ σκεπή, ἡ στέγη:
    остаться без \крова μένω ἄστεγος· лишать \крова στερῶ στέγης· не иметь \крова εἶμαι ἄστεγος· под \кровом κάτω ἀπό τή σκέπη.

    Русско-новогреческий словарь > кров

  • 16 обезличивать

    обезли́ч||ивать
    несов στερώ (или ἀφαιρώ) τήν ἀτομικότητα ἀπό κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обезличивать

  • 17 отказать

    отказать
    сов, отказывать несов
    1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:
    \отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·
    2. (о механизме и т. п.) σταματώ·
    3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία).

    Русско-новогреческий словарь > отказать

  • 18 обезличивать

    [αμπιζλίτσιβατ'] ρ. στερώ την ατομικότητα από κάποιον

    Русско-греческий новый словарь > обезличивать

  • 19 обезличивать

    [αμπιζλίτσιβατ'] ρ στερώ την ατομικότητα από κάποιον

    Русско-эллинский словарь > обезличивать

  • 20 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

См. также в других словарях:

  • στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] …   Dictionary of Greek

  • στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεβγάζω — και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω) παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ νεοελλ. κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω 2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω… …   Dictionary of Greek

  • στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»