-
1 στερήσω
στερέωdeprive: aor subj act 1st sgστερέωdeprive: fut ind act 1st sgστερέωdeprive: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 υστερήσω
ὑ̱στερήσω, ὑστερέωto be behind: aor ind mid 2nd sgὑστερέωto be behind: aor subj act 1st sgὑστερέωto be behind: fut ind act 1st sgὑ̱στερήσω, ὑστερέωto be behind: futperf ind act 1st sgὑστερέωto be behind: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
3 ὑστερήσω
ὑ̱στερήσω, ὑστερέωto be behind: aor ind mid 2nd sgὑστερέωto be behind: aor subj act 1st sgὑστερέωto be behind: fut ind act 1st sgὑ̱στερήσω, ὑστερέωto be behind: futperf ind act 1st sgὑστερέωto be behind: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
4 στερέω
στερέω (vgl. στερίσκω u. στέρομαι), fut. στερήσω, auch στερέσω, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850 Jac. A. P. 680. 711; aor. ἐστέρησα, auch στερέσαι, Od. 13, 262; pass. στερέομαι, dazu auch fut. στερήσομαι, Thuc. 3, 2 Xen. An. 1, 4, 8. 4, 5, 28 (s. στέρομαι), perf. ἐστέρημαι, aor. ἐστερήϑην, auch ἐστέρην, s. στέρομαι; – berauben, τινά τινος, z. B. οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤϑελε πάσης, Od. 13, 262; pass., στερηϑεὶς ὅπλων, Pind. N. 8, 27; γυνὴ γὰρ ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ, Aesch. Prom. 864; γῆς πατρῴας ἐστερημένον, Eum. 725; φροντίδων στερηϑείς, Ag. 1312; ἦ γὰρ στερήσεις τῆςδε τὸν σαυτοῠ γόνον, Soph. Ant. 570; φωτὸς ἐστερημένη, Trach. 276, u. öfter; διπλῶν τέκνων μ' ἐστέρησε Φοῖβος, Eur. Andr. 1214; ἐσϑλῆς γυναικὸς στερηϑῆναι, Alc. 198, u. öfter; in Prosa: τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηϑῆναι, Her. 6, 117. 9, 93; Thuc. 4, 20. 64. 73; ἐὰν ἄψυχόν τι ψυχῆς ἄνϑρωπον στερήσῃ, Plat. Legg. IX, 873 e; οἵου ἀνδρὸς ἑταίρου ἐστερημένος εἴην, Phaed. 117 d; φιλοσοφίας ἂν στερηϑεῖμεν, Soph. 260 a, u. öfter; τῆς κεφαλῆς στερηϑήσεσϑαι, Xen. Cyr. 4, 2, 32, wo Schneider aus mss. στερήσεσϑαι aufgenommen hat; Sp., wie Pol. 24, 8, 10. – Vgl. das in Prosa gew. ἀποστερέω.
-
5 στερεω
(fut. στερήσω и στερῶ, aor. ἐστέρησα - эп. inf. στερέσαι, pf. ἔστέρηκα; pass.: fut. στερήσομαι и στερηθήσομαι, part. aor. 2 στερείς) лишать(τινά τινος Hom., Aesch., Soph., Thuc. etc.)
αἰῶνός τινα σ. Aesch. — лишать кого-л. жизни;τῶν ὀμμάτων στερηθῆναι Her. — лишиться зрения;φροντίδος στερηθείς Aesch. — безумный;μετοικίας τῆς ἄνω στερηθῆναι Soph. — лишиться обитания в горнем мире, т.е. погибнуть;φασγάνῳ τινὸς βίον στερείς Eur. — погибший от чьего-л. меча;τὸ ἐστερῆσθαι филос. Arst. — лишение, неимение, отсутствие -
6 στερέω
A ; otherwise [tense] pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: [tense] fut. , : [tense] aor. (lyr.), Pl.Lg. 873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf.στερέσαι Od.13.262
;ἐστέρεσεν IG12
(8).600.15 ([place name] Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.;στερέσας IG14.902
([place name] Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): [tense] pf. ἐστέρηκα ([etym.] ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—[voice] Pass., [tense] pres. (apart from ἀπο-στερέομαι ) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (στεροῖτο X.Cyr.7.3.14
,στερουμένους An.1.9.13
,στερεῖσθαι E.Supp. 793
(lyr.), perh. ff. ll.); part.στερούμενος Ph.Fr.29H.
, J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper. (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; [ per.] 3pl.στερείσθων IG12(9).207.44
(Eretria, iii B.C.): [tense] fut.στερηθήσομαι D.C.41.7
, etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El. 1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: [tense] aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. [tense] aor. 2 part. , Hec. 623, Hel.95, El. 736 (lyr.): [tense] pf. ἐστέρημαι (v. infr.);ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394
: [tense] plpf.ἐστέρητο Th.2.65
:— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei,οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262
;ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr. 862
, cf. S.Ant. 574, E.Heracl. 807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg. 873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib. 958e:—[voice] Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen.,στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27
; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93;φροντίδος στερηθείς A.Ag. 1530
(lyr.);τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65
, cf. 5.84;τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46
;γαίας πατρῴας A.Eu. 755
;μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant. 890
; ;τῆς πόλεως Antipho 2.2.9
(as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb. 66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat. 12a35.II rarely c. acc. rei, take away,μισθόν AP9.174.12
(Pall.): —[voice] Pass., to have taken from one,πλούτου.. κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960
(though the acc. may be construed with στένειν); φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95
.
См. также в других словарях:
στερήσω — στερέω deprive aor subj act 1st sg στερέω deprive fut ind act 1st sg στερέω deprive aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσω — ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg ὑστερέω to be behind aor subj act 1st sg ὑστερέω to be behind fut ind act 1st sg ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind futperf ind act 1st sg ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] … Dictionary of Greek