Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στερήσω

См. также в других словарях:

  • στερήσω — στερέω deprive aor subj act 1st sg στερέω deprive fut ind act 1st sg στερέω deprive aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσω — ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg ὑστερέω to be behind aor subj act 1st sg ὑστερέω to be behind fut ind act 1st sg ὑ̱στερήσω , ὑστερέω to be behind futperf ind act 1st sg ὑστερέω to be behind aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»