-
1 νεορρυτος
I2свежепролитый, недавно разлившийся(πηγαὴ γάλακτος Soph.; κάλλεα κηροῦ Anth.)
II2только что извлеченный (из ножен), т.е. обнаженный(ξίφος Aesch.)
-
2 πλασσω
атт. πλάττω (fut. πλάσω, aor. ἔπλᾰσα - поэт. тж. ἔπλασσα и πλάσσα, pf. πέπλᾰκα; pass.: aor. ἐπλάσθην, pf. πέπλασμαι)1) лепить(ἐκ κηροῦ Plat.; τέν ὑδρίαν Arph.; ἀγγεῖον Arst.)
κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Plat. — вылепленные из воска изображения;οἱ πλάττοντες Dem. — гончары2) отливать(σχήματα ἐκ χρυσοῦ Plat.)
3) формировать, образовывать(τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τοὺς νόμους τῷ λόγῳ Plat.)
4) строить в воображении, воображать, представлять себе(ἀθάνατόν τι ζῷον Plat.)
5) выдумывать, измышлять(ψευδῆ Xen.; προφάσεις Dem.)
τί λόγους πλάττεις ; Dem. — что ты выдумываешь?;δόξω πλάσας λέγειν Her. — подумают, что я сочиняю;πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys. — прикидываться другим, притворяться;οὐ πεπλασμένος ὅ κόμπος Aesch. — это не пустые слова -
3 τηξις
- εως ἥ [τήκω]1) таяние(χιόνος Plut.; κηροῦ Sext.)
2) разложение, гниение(σῆψις καὴ τ. σαρκός Plut.)
-
4 τροχος
I.Iὅ [τρέχω]3) обруч ( детская игрушка) Sext.4) гончарный круг Hom., Arph., Xen., Plat.5) круг, диск(κηροῦ Hom.)
τ. ἡλίου Arph. — солнечный диск;τ. τῆς γενέσεως NT. — круг бытия6) кружок, кольцо (sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.)7) кольцевой вал, круговое укрепление Soph.II3быстрый, резвый(μέλος Pind.)
II.ὅ1) [τρέχω] круговой пробег, оборотτρόχοι (v. l. τροχοὴ) ἡλίου Soph. — круговращения солнца
2) тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.3) предполож. барсук Arst. -
5 χυσις
1) растапливаниеτὸ χεῖσθαι τὸν κηρὸν ἢ ἥ χ. τοῦ κηροῦ Sext. — таяние воска или растапливание его
2) жидкость, жижа(γάποτος χ. Aesch.)
3) течение, потокχρονίη χ. Anth. — поток времени
4) куча, груда(φύλλων Hom.; λίθων Anth.)
5) куча листьев, подстилка(χ. χθαμαλή Anth.)
См. также в других словарях:
κηροῦ — κηρόομαι to be destroyed pres imperat mp 2nd sg κηρόομαι to be destroyed imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κηρός bees wax masc gen sg κηρόω wax over pres imperat mp 2nd sg κηρόω wax over imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροτήξη — Ειδικό σύστημα τήξης το οποίο ανάγεται στην αρχαία μέθοδο του περσικού κηρού που χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Αναγέννηση για την τήξη καλλιτεχνικών έργων ή όπλων μεγάλων διαστάσεων. Σήμερα η μ. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία μηχανών για την… … Dictionary of Greek
CERA — alter Apum labor, quem ex floribus, sicut ex rore mel, illas conficere, tradit Aristoteles Histor. l. 5. c. 22. Vide quoque Senecam, Ep. 85. Corn. Celsum apud Philargyrum, Alios. Eam colligendi modum hunc refert Plin. Histor. l. 21. c. 14. Cera… … Hofmann J. Lexicon universale
CEREA Bulla — Imperatoribus Graecis in usu fuit, cum ad matrem, uxorem, filium scriberent; fuitque, sicut et plumbea, quam iidem in literis ad Despotam, Patriarchas et reliquos Principes honoratiores, adhibebant, ab accubitore pali vel annuli signata, ut,… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κηρέμπορος — ο έμπορος κηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἔμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηροδόχος — ο (Α κηροδόχος, ον) νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος») 2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος (κατά… … Dictionary of Greek
κηροχύτης — ο ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη τού κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιο χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
κηρωτικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρωτικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που βρίσκεται σε ορισμένα είδη κηρού, όπως στο κερί τών μελισσών, στο κερί καρναούμπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerotic < cerot (πρβλ. κηρωτός) + ic (πρβλ … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek