Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κηροῦ

См. также в других словарях:

  • κηροῦ — κηρόομαι to be destroyed pres imperat mp 2nd sg κηρόομαι to be destroyed imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κηρός bees wax masc gen sg κηρόω wax over pres imperat mp 2nd sg κηρόω wax over imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροτήξη — Ειδικό σύστημα τήξης το οποίο ανάγεται στην αρχαία μέθοδο του περσικού κηρού που χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Αναγέννηση για την τήξη καλλιτεχνικών έργων ή όπλων μεγάλων διαστάσεων. Σήμερα η μ. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία μηχανών για την… …   Dictionary of Greek

  • CERA — alter Apum labor, quem ex floribus, sicut ex rore mel, illas conficere, tradit Aristoteles Histor. l. 5. c. 22. Vide quoque Senecam, Ep. 85. Corn. Celsum apud Philargyrum, Alios. Eam colligendi modum hunc refert Plin. Histor. l. 21. c. 14. Cera… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CEREA Bulla — Imperatoribus Graecis in usu fuit, cum ad matrem, uxorem, filium scriberent; fuitque, sicut et plumbea, quam iidem in literis ad Despotam, Patriarchas et reliquos Principes honoratiores, adhibebant, ab accubitore pali vel annuli signata, ut,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) …   Dictionary of Greek

  • κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κηρέμπορος — ο έμπορος κηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἔμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κηροδόχος — ο (Α κηροδόχος, ον) νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος») 2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος (κατά… …   Dictionary of Greek

  • κηροχύτης — ο ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη τού κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιο χύτης, νερο χύτης] …   Dictionary of Greek

  • κηρωτικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρωτικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που βρίσκεται σε ορισμένα είδη κηρού, όπως στο κερί τών μελισσών, στο κερί καρναούμπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerotic < cerot (πρβλ. κηρωτός) + ic (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»