-
1 δε
δέ1) ( противоположения) а, же, с другой стороны, однакоτοὺς μὲν λόγους ἀποδέχεσθε, τοὺς δὲ οὐ Plat. — (стало быть), одни положения вы принимаете, другие же нет
2) (сопоставления, соединения или перечисления) и, (а) такжеοἵηπερ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὴ ἀνδρῶν Hom. — каково племя листьев, таково и племя людей;
Κῦρος ἡγήσατο Μήδων, κατεστρέψατο δὲ Σύρους, ἦρξε δὲ Βακτρίων Xen. — Кир стал повелителем мидян, подчинил себе также сирийцев, покорил и бактриев3) ( пояснения) ибо, так как, ведь4) ( уточнения) а, же5) ( вывода или перехода в речи) так вот, итакὧδε δὲ λέγω Plat. — так вот я и говорю;
ἦμος δ΄ ἠέλιος ἀμφιβεβήκει Hom. — и вот, когда взошло солнце;ἑόρακας δέ ; Xen. — так, стало-быть, ты видел?6) (подчеркивания, усиления или выделения) же, именно, нуἔστι δὲ τί ; Plat. — что же именно?;
σὺ δὲ οὐκ ἂν αἰσχύνοιο ; Plat. — ну а тебе-то не было бы стыдно?;σὺ δ΄ εἴ τι δράσεις τῶνδε, μέ σχολέν τίθει Aesch. — если ты уж хочешь сделать это, то не медли7) ( уступательности) однако, все же, хотя быεἰ καὴ μέ βλέπεις, φρονεῖς δ΄ ὅμως Soph., — хотя ты не видишь, но все же догадываешься;
πᾶν γύναιον καὴ παιδίον καὴ θηρίον δέ Plat. — всякое (живое существо) - женщина, ребенок или даже животное -
2 διατιλμα
-
3 επινοεω
реже med.-pass.1) выдумывать, придумывать(τι и ποιεῖν τι Her.; ὀνόματα ὑπὸ βλακῶν ἀνθρώπων ἐπινοηθέντα Luc.)
πρώτιστος ἐπενόησα Arph. — я первый изобрел (это);ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὴ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Thuc. — (афиняне) скоры на выдумки и на исполнение того, что задумали2) затевать, задумывать, намереваться(τι Her., Thuc., Plat., Arst., med. Her. и ποιεῖν τι Her., Arph., Plat., Arst., med. Her., Luc.)
ὀλίγον ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι Thuc. — обе стороны предпринимали немаловажные дела3) соображать, учитывать, замечать4) иметь в виду, стремиться добыть -
4 ηλιθα
adv. немало, изрядно, довольноληῒς ἤ. πολλή Hom. — немалая добыча;
φύλλων χύσις ἤ. πολλή Hom. — большая груда (опавшей) листвы -
5 φλεψ
φλεβός ἥ1) жила, кровеносный сосуд, преимущ. вена Hom., Her., Trag., Plat., Arst., Plut.φ. κοίλη Eur., Arst. или φ. μεγάλη (μεγίστη) Arst. — полая вена;
φλέβες σφαγίτιδες Arst. — яремные вены;αἱ φλέβες ἐξανίστανται Luc. — вены вздуваются2) бот. жилка(αἱ φλέβες ἐπὴ τῶν φύλλων Arst.)
3) рудоносная жила(Arst.; φ. ἀργυρίτιδος Xen.; φλέβες κατάγειοι Diod.)
4) подпочвенный поток(κατὰ τὰς φλέβας ῥεῖ τὸ ὕδωρ Arst.; αἱ φλέβες τῆς πηγῆς Polyb.)
5) (тж. φ. γονίμη) membrum virile Anth. -
6 χυσις
1) растапливаниеτὸ χεῖσθαι τὸν κηρὸν ἢ ἥ χ. τοῦ κηροῦ Sext. — таяние воска или растапливание его
2) жидкость, жижа(γάποτος χ. Aesch.)
3) течение, потокχρονίη χ. Anth. — поток времени
4) куча, груда(φύλλων Hom.; λίθων Anth.)
5) куча листьев, подстилка(χ. χθαμαλή Anth.)
-
7 πέσιμο
πεσιό τό1) падение;έκανα ένα πέσιμο, πού... — я так упал, что...;
2) падение, выпадение;πέσιμο των μαλλιών (πτερδν) — выпадение волос (перьев);
πέσιμο των φύλλων — листопад;
3) падение, снижение, понижение;πέσιμο των τιμών — падение цен;
πέσιμο της θερμοκρασίας — снижение температуры;
4) укладывание (в постель) -
8 πτώση
[-ώσις (-εως)] η1) падение (тж. перен.); снижение, понижение; спад;πτώση των φύλλων — опадание листьев;
πτώση της κυβέρνησης — падение правительства;
πτώση των τιμών — падение, снижение цен;
πτώση της θερμοκρασίας — понижение температуры;
πτώση του ενδιαφέροντος — уменьшение, спад интереса;
2) мед. опущение (желудка и т. п.);3) падение, сдача (крепости, города); 4) грам, падеж;ονομαστική πτώση — именительный падеж;
γενική πτώση — родительный падеж;
δοτική πτώση — дательный падеж;
αιτιατική πτώση — винительный падеж;
κλητική πτώση — звательный падеж
См. также в других словарях:
φυλλῶν — φυλλάζω frondesco fut part act masc voc sg φυλλάζω frondesco fut part act neut nom/voc/acc sg φυλλάζω frondesco fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φυλλόω clothe with leaves pres part act masc voc sg (doric aeolic) φυλλόω clothe with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλων — φύλλον leaf neut gen pl φυλλόω clothe with leaves imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φυλλόω clothe with leaves imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… … Dictionary of Greek