-
1 νεορρυτος
I2свежепролитый, недавно разлившийся(πηγαὴ γάλακτος Soph.; κάλλεα κηροῦ Anth.)
II2только что извлеченный (из ножен), т.е. обнаженный(ξίφος Aesch.)
См. также в других словарях:
νεόρρυτος — (I) νεόρρυτος, ον (Α) αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρρυτος, μελί ρρυτος]. (II) νεόρρυτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που… … Dictionary of Greek
νεόρρυτον — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορρύτοις — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl νεορρύ̱τοις , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορρύτοισι — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισι , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορρύτοισιν — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισιν , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορρύτους — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl νεορρύ̱τους , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεορρύτῳ — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg νεορρύ̱τῳ , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόρρυτα — νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl νεόρρῡτα , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek