-
1 γηποτος
-
2 χυσις
1) растапливаниеτὸ χεῖσθαι τὸν κηρὸν ἢ ἥ χ. τοῦ κηροῦ Sext. — таяние воска или растапливание его
2) жидкость, жижа(γάποτος χ. Aesch.)
3) течение, потокχρονίη χ. Anth. — поток времени
4) куча, груда(φύλλων Hom.; λίθων Anth.)
5) куча листьев, подстилка(χ. χθαμαλή Anth.)
См. также в других словарях:
γάποτος — γάποτος, ον (Α) αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» οι νεκρικές χοές). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + ποτος < πίνω] … Dictionary of Greek
γάποτον — γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc sg γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήποτος — και γάποτος, ον (Α) αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + ποτος < ποτός < πίνω] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γαπότους — γᾱπότους , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)