-
1 καπνος
ὅ1) дым(ἐκ χλωρῶν ξύλων Arst.; τῶν θυμιαμάτων NT.)
σημαίνειν καπνῷ πυρός Aesch. — давать сигнал дымом от костра2) перен. (усил. καπνοῦ σκιά Aesch., Soph.) дым, бесплотный призрак, ничтоκ. καὴ φλυαρία Plat. — пустая болтовня;
περὴ καπνοῦ στενολεσχεῖν Arph. — препираться о пустяках;γραμμάτων καπνοί Eur. — призрачная ученость, ложная наука -
2 καπνός
-
3 καπνός
ὁ καπνός дым -
4 καπνός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καπνός
-
5 καπνός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καπνός
-
6 καπνός
дым.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καπνός
-
7 καπνὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καπνὸς
-
8 καπνός
[капнос] ουσ α дым. -
9 Καπνός χωρίς φωτιά δε βγαίνει
– Όπου φαίνεται καπνός, υπάρχει και φωτιά• Нет дыма без огняИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καπνός χωρίς φωτιά δε βγαίνει
-
10 Όπου φαίνεται καπνός, υπάρχει και φωτιά
– Όπου φαίνεται καπνός, υπάρχει και φωτιά• Нет дыма без огняИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου φαίνεται καπνός, υπάρχει και φωτιά
-
11 αεξω
1) увеличивать, усиливать, расширятьμένος μέγα οἶνος ἀέξει Hom. — вино укрепляет силы;
θυμόν τινος ἀ. Hom. — поднимать чей-л. дух;μέγα πένθος ἐνὴ στήθεσσιν ἀ. Hom. — предаваться великой скорби;κῦμα ἀέξετο Hom. — волна вздулась;χόλος ἀέξεται ἠύτε καπνός Hom. — гнев поднимается словно дым;ἀέξετο ἦμαρ Hom. — день разгорался;βούταν φόνον ἀ. Eur. — приносить в жертву множество быков;τὰν (ἀγγελίαν) ὅ πολὺς μῦθος ἀέξει Soph. — широкая молва раздувает эту весть2) растить, выращивать(υἱόν Hom.)
Τηλέμαχος ἀέξετο Hom. — Телемах подрастал;ὄμβρος ἀέξι Hom. — дождь взращивает (урожай), ἀ. ἔργον τινί Hom. приумножать чьё-л. благополучие;τόδ΄ ἔργον ἀέξεται ἐμοί Hom. — этот мой труд приносит плоды;ἐμὸν κέρδος ἀέξεται τόδε Aesch. — в этом - моя удача3) возвеличивать, возвышать(τινά, πόλιν Pind.)
τὸ πλῆθος ἀ. Her. — призвать народные массы к власти -
12 αεροειδης
эп.-ион. ἠεροειδής 21) воздухообразный, воздушный(κύτος Plat.; καπνός Arst.; σῶμα Plut.)
2) окутанный дымкой, туманный(πόντος, πέτρη Hom.; νεφέλη Hes.)
ἠεροειδές Hom. — синеватая даль;τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ Diog.L. — синеющие вдали горы -
13 αιθοψ
-
14 ακαπνος
2горящий без дыма, бездымный(ξύλα Plut.)
θυσία ἄ. Luc. — жертвоприношение без сжигания, т.е. бескровное -
15 αναθυμιαομαι
1) испаряться(τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὅ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.)
2) выделять испарения, куриться(ἥ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.)
3) подниматься(τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὅ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.)
4) поднимать испарения(ἐκ τῆς θαλάττης Arst.)
5) выдыхаться(οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.)
-
16 ανατελλω
поэт. ἀντέλλω1) выращивать или (по)рождать, производить, создавать(ἀμβροσίην τοῖς ἵπποις Hom.; Δήμητρος στάχυν Aesch.; μυρία κακὰ ἀπό τινος Soph.; φλόξ ἀνατελλομένα Pind.)
ἀ. τὸν ἥλιον NT. — велеть восходить солнцу2) вытекать(ἐκ τῆς λίμνης Her.)
3) восходить(πρὸς ἠέλιον ἀνατέλλοντα Her.; σελήνη ἀνατέλλει Arph.)
4) подниматься, вздыматься(καπνὸς ἀνατέλλων Plut.)
5) вырастать(ἀντέλλουσα θρίξ Aesch.; ὀδόντες ἀνατέλλουσιν Arst.)
-
17 αποθρωσκω
ἀποθρῴσκω, ἀποθρώσκω(fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)1) спрыгивать, соскакивать(τινός Hom. и ἀπό τινος Hom., Her.)
2) подниматься, вздыматься(καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει ἔρως κραδίης Anth.)
-
18 αποθρωσκω...
ἀποθρώσκω...ἀποθρῴσκω, ἀποθρώσκω(fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)1) спрыгивать, соскакивать(τινός Hom. и ἀπό τινος Hom., Her.)
2) подниматься, вздыматься(καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει ἔρως κραδίης Anth.)
-
19 δακνω
(fut. δήξομαι, aor. 2 ἔδᾰκον - 3 л. sing. эп. δάκε, Anth. δέδακε, pf. δέδηχα; pass.: fut. δηχθήσομαι, aor. ἐδήχθην, pf. δέδηγμαι)1) кусать Hom., Plat., Arst., Plut.δακεῖν στόμα ἑαυτοῦ Soph. или δακεῖν ἑαυτόν Arph. — закусить губы, т.е. заставить себя молчать
2) грызть(στόμιον ὡς νεοζυγές πῶλος Aesch.)
3) колоть, жалить(μυῖα ἰσχανάᾳ δακέειν Hom.; δηχθῆναι ὑπὸ φαλαγγίων Arst.)
4) быть едким, разъедать(ὅ καπνὸς τὠφθαλμὼ δάκνει Arph.; τὸ κρόμμυον δάκνει τοὺς ὀφθαλμούς Arst.; φαρμάκῳ τῷ δάκνοντι χρῆσθαι Plut.)
5) больно уязвлять, мучить, терзать, тревожить(φρένας τινί Hom.; τινά Arph., Arst.)
ἔδακέ (με) λύπη Her. — я был огорчен;οὔ με τἄλγος τῶν παρελθόντων δάκνει Soph. — меня тревожат не воспоминания о прошлом;ἀκούσας ταῦτα ἐδήχθη Xen. — услышав это, он пришел в негодование;δάκνεσθαι ὑπό τινος Arph. и ἐπί τινι Xen., Plut. — быть раздраженным или огорченным чем-л., но ἐπὴ γυναιξὴ δάκνεσθαι Plut. быть без ума от женщин;δέδηγμαι τέν καρδίαν Arph. — я в отчаянии, но ποιεῖν (τινα) δακεῖν τέν καρδίαν погов. Arph. показать кому-л., где раки зимуют ( точнее сделать так, чтобы у кого-л. заскребло на сердце) -
20 διαμελαινω
1) делать совершенно черным(καπνὸς διαμελαίνων τὸν ἀέρα Plut.)
2) быть совершенно черным(διαμελαίνων ἀήρ Plut.)
См. также в других словарях:
καπνός — with smokecoloured grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
καπνός — I 1.αεριώδες μείγμα από αέρια ατμού και αιθάλης που βγαίνει κατά την καύση οποιασδήποτε ουσίας: Τα ξύλα αυτά βγάζουν πολύ καπνό. 2. (παροιμ.): «Κάθε ξύλο έχει τον καπνό του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιοτροπίες του. 3. η φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοῖς — καπνός with smokecoloured grapes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνούς — καπνός with smokecoloured grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνέ — καπνός with smokecoloured grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνόν — καπνός with smokecoloured grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek