-
41 Ωλενιος
-
42 δυνατός
η, ό[ν]1) в разн. знач сильный;δυνατή κράση — крепкое здоровье;
δυνατή παγωνιά — сильный мороз;
επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);δυνατή επιρροή — сильное влияние;
είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;
πυρετός — сильный жар;πόνος — сильная боль;δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;
δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);
δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);
2) крепкий, прочный;δυνατό σχοινί — прочная верёвка;
3) перен. крепкий;δυνατός καπνός — крепкий табак;
δυνατό κρασί — крепкое вино;
4) возможный, потенциальный;είναι δυνατό — можно, возможно;
δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;
б) не может быть;μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;
τα δυνατά — всё возможное;
§ βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;
κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;
κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;
насколько возможно;όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее
-
43 ελαφρός
η, ό [ά, όν ]1) лёгкий, нетяжёлый;ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;
ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;
ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;
ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);
ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;
βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;
2) лёгкий, нетрудный;ελαφρή εργασία — лёгкая работа;
ελαφρός πόνος — лёгкая боль;
ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;
3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;
ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;
ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;
ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;
ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;
ελαφρό κύμα — небольшая волна;
ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;
ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;
4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;
ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;
ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-
ра;5) глупый, неразумный;είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;
6) лёгкий, слабый, некрепкий;ελαφρός καφές — некрепкий кофе;
ελαφρός καπνός — лёгкий табак;
ελαφρό κρασί — лёгкое вино;
ελαφρά αρώματα — слабые духи;
ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;
7) лёгкий, чуткий (о сне);8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;στόλος — москитный флот;ελαφρά πλοία — малые корабли;
§ ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;
με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;
γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом
-
44 καπινός
ο см. καπνός -
45 μάσημα
-
46 μπαρούτη
η ;μπαρούτι τό — порох;
§ καπνός μπαρούτι — слишком крепкий курительный табак;
μυρίζει ( — или βρωμάει) μπαρούτη — пахнет порохом;
έφαγε τη ( — или τό) μπαρού με τίς φούχτες — он закалён в боях; — он бывалый солдат;
είναι μπαρούτι μοναχό — а) он чертовски умён; — б) он очень вспыльчив, настоящий порох;
Ζγινε μπαρού — он пришёл в ярость;
στάχτη και μπαρούτη να γίνουν όλα! — пусть всё провалится в тартарары; — пропади всё пропадом!
-
47 ψαλίδι
-
48 2586
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2586
См. также в других словарях:
καπνός — with smokecoloured grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
καπνός — I 1.αεριώδες μείγμα από αέρια ατμού και αιθάλης που βγαίνει κατά την καύση οποιασδήποτε ουσίας: Τα ξύλα αυτά βγάζουν πολύ καπνό. 2. (παροιμ.): «Κάθε ξύλο έχει τον καπνό του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιοτροπίες του. 3. η φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοῖς — καπνός with smokecoloured grapes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνούς — καπνός with smokecoloured grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνέ — καπνός with smokecoloured grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνόν — καπνός with smokecoloured grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek