-
1 οπος
Iὅ2) фиговый сок, закваскаὡς ὀ. γάλα συνέπηξεν Hom. — когда фиговая закваска створожит молоко
3) свежесть, расцвет(ἥβης Anth.)
II -
2 οπός
ο1) молоко; 2) сок -
3 Αιθίοψ
-
4 εμμέτρωψ
(-οπός) ο мед. с нормальным зрением -
5 έποψ
-
6 κόλλοψ
-
7 μέροψ
(-οπός) ο зоол, золотистая щурка -
8 σκάλοψ
(-οπός) ο крот -
9 σκόλοψ
(-οπός) ο уст,, кол, заострённый шест -
10 χέδρωψ
(-οπός) ο бот. стручок -
11 Αιθιοψ
-
12 ελλοψ
III -
13 μεροψ
I(только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.)
II- οπος ὅ1) смертный, человек(οὔτις μερόπων Aesch.)
-
14 οψ
ὄψIὀπός ἥ [ одного корня с ἔπος] (только sing. в косв. падежах)1) голос(Ἀτρείδεω, Κίρκης ἀειδούσης, sc. τεττίγων, ἀρνῶν Hom.)
2) слово, речь(θεῶν Hom.)
IIὀπός ἥ [ одного корня с ὄψομαι] взор, зрение, видение Emped. -
15 αιθιοψ
-
16 αιθοψ
-
17 αργινεφης
-
18 διοπος
ὅ осуществляющий надзор, т.е. предводитель, начальник(δίοποι βασιλῆς Aesch. и βασιλικοί Plut.; δίοποι στρατιᾶς Eur.)
-
19 δρυοψ
-
20 Δρυοψ
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek