Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

mereuro

См. также в других словарях:

  • μάλευρον — μάλευρον, τὸ (Α) άλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. μύλη* και ἄλευρον(βλ. λ. ἀλέω) και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mereuro «μέλευρον»] …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»