Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μύλος

См. также в других словарях:

  • μύλος — mill masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • μύλος — ο 1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα. 3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύλοι — μύλος mill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοιο — μύλος mill masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοις — μύλος mill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλον — μύλος mill masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλου — μύλος mill masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλους — μύλος mill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλων — μύλος mill masc gen pl μυλών mill house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῳ — μύλος mill masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»