Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μύλιον

См. также в других словарях:

  • Μύλιον — Μύλιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλιον — μύλιος masc acc sg μύλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουλί — μουλί, τὸ (Μ) το τέταρτο στομάχι μηρυκαστικών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το αλβ. mulle ή με τον τ. μύλη «μύλος, μυλόπετρα». Κατ άλλους, το μουλί προήλθε με κώφωση από *μυλίον ( υ > ου ) < μύλος με τη σημ. «όγκος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»