-
1 πυλωρος
-
2 πυλωρός
πυλωρόςgate-keeper: masc nom sg -
3 πυλωρός
ο привратник (тж. анат.) -
4 πυλωρός
-οῦ ὁ N 2 0-13-0-17-0=30 1 Chr 9,17.21; 15,18.23.24gatekeeper, warder, porter Neh 7,1; doorkeeper (of the ark) 1 Chr 15,23*Neh 12,25 τοὺς πυλωρούς the doorkeepers-ועריםשׁה for MT עריםשׁה the gates, see also 12,30, Jb 38,17 -
5 πυλωρός
πῠλωρ-ός, ὁ,A gate-keeper, warder, porter, A.Th. 621; π. πύργων, ναῶν, E.Tr. 956, IT 1227 (troch.);Ἅιδου κύων Id.HF 1277
: as fem.,ἡ π. δωμάτων γυνή Id.IT 1153
: in Prose, Aen.Tact.28.2, al., LXX Ne.7.1, al., Ph.2.216; of the guards of the Propylaea at Athens, IG22.2297: metaph., τοῖον πυλωρὸν φύλακα.. τροφῆς such a watchful guardian of thy life, S.Aj. 562; κακοὺς π. ὑμᾶς, ὦ Κορίνθιοι, ἡ Πελοπόννησος ἔχει Prov. ap. Plu.2.221f.II Medic., pylorus or lower orifice of the stomach,οἷον π. τις Gal.UP4.7
, cf. Nat.Fac.3.4, Cels.4.1.7, Ruf.Onom. 169, Id. ap. Orib.7.26.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυλωρός
-
6 πυλωρός
πυλ-ωρός, ὁ, Torhüter; übh. Wächter, Beschirmer; der untere Magenmund, durch welchen die Speisen in die Därme übergehen -
7 πυλωροί
πυλωρόςgate-keeper: masc nom /voc pl -
8 πυλωρούς
πυλωρόςgate-keeper: masc acc pl -
9 πυλωρέ
πυλωρόςgate-keeper: masc voc sg -
10 πυλωρόν
πυλωρόςgate-keeper: masc acc sg -
11 πυλαωρος
-
12 πυλουρος
-
13 привратник
-а α.-ца, -ы θ;πυλωρός• θυρωρός.(ανατ.) πυλωρός. -
14 pylorus
-
15 πυλαρός
-
16 πυλα-ωρός
πυλα-ωρός, ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
-
17 πυλ-ουρός
-
18 πυλ-άρτης
πυλ-άρτης, ὁ, Beiwort des Gottes der Unterwelt, der die Thore der Unterwelt fest angefügt oder verschlossen hält, oder, nach Apion, ὁ ταῖς πύλαις προςηρτημένος, der Thürhüter der Unterwelt, wie πυλωρός, Ἀΐδαο πυλάρταο, Il. 8, 367. 13, 415, Od. 11, 277.
-
19 στασι-ωρός
στασι-ωρός, ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes, wie ϑυρωρός, πυλωρός gebildet; wahrscheinlich für das Vorige bei Eur. Cycl. 53 zu lesen.
-
20 привратник
привратнн||км1. ὁ θυρωρός, ὁ πορτιέρης·2. анат. ὁ πυλωρός.
См. также в других словарях:
πυλωρός — gate keeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek
πυλωρός — ο 1. φύλακας της πύλης, θυρωρός. 2. το κατώτερο στόμιο του στομαχιού που εκβάλλει στο δωδεκαδάχτυλο έντερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυλωροί — πυλωρός gate keeper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρούς — πυλωρός gate keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρέ — πυλωρός gate keeper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρῷ — πυλωρός gate keeper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρόν — πυλωρός gate keeper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ … Dictionary of Greek
Helicobacter pylori — Taxobox | name = Helicobacter pylori image width=190px regnum = Bacteria phylum = Proteobacteria classis = Epsilon Proteobacteria ordo = Campylobacterales familia = Helicobacteraceae genus = Helicobacter species = H. pylori binomial =… … Wikipedia
Pylorus — Infobox Anatomy Name = PAGENAME Latin = valvula pylori GraySubject = 247 GrayPage = 1164 Caption = Outline of stomach, showing its anatomical landmarks. Caption2 = Interior of the stomach. (Pylorus labeled at center left.) System = MeshName =… … Wikipedia