-
1 μυλωθρός
-
2 μυλωθρος
-
3 μυλωθρός
μυλωθρόςmiller: masc nom sg -
4 μυλωθρός
-
5 μυλωθρός
ο, μυλωθρίς (-ίδος) η см. μυλωνάς -
6 μυλωθρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλωθρός
-
7 μυλωθροί
μυλωθρόςmiller: masc nom /voc pl -
8 μυλωθρέ
μυλωθρόςmiller: masc voc sg -
9 μυλωθρόν
μυλωθρόςmiller: masc acc sg -
10 мельник
ο μυλωνάς, ο μυλωθρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мельник
-
11 мукомол
мукомолм ὁ μυλωνάς, ὁ μυλωθρός, ὁ ἀλευροποιός. -
12 μυλωθρού
μυλωθρέωgrind: pres imperat mp 2nd sg (attic)μυλωθρέωgrind: imperf ind mp 2nd sg (attic)μυλωθρόςmiller: masc gen sg -
13 μυλωθροῦ
μυλωθρέωgrind: pres imperat mp 2nd sg (attic)μυλωθρέωgrind: imperf ind mp 2nd sg (attic)μυλωθρόςmiller: masc gen sg -
14 μυλωθρώ
μυλωθρέωgrind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μυλωθρέωgrind: pres ind act 1st sg (attic epic doric)μυλωθρόςmiller: masc gen sg (doric aeolic) -
15 μυλωθρῶ
μυλωθρέωgrind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)μυλωθρέωgrind: pres ind act 1st sg (attic epic doric)μυλωθρόςmiller: masc gen sg (doric aeolic) -
16 μυλωθρών
-
17 μυλωθρῶν
-
18 мельник
-а α.1. μυλωνάς, μυλωθρός.2. -и πλθ. είδος χαρτοπαιγνίου. -
19 μυλωθρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλωθρίς
-
20 μυλωρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλωρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μυλωθρός — miller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλωθρός — ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, ίδος) ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς νεοελλ. εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο αρχ. 1. ως επίθ. μυλωθρός, όν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.)… … Dictionary of Greek
μυλωθρός — ο ο μυλωνάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυλωθροί — μυλωθρός miller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλωθρέ — μυλωθρός miller masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλωθρόν — μυλωθρός miller masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MOLAE — Deae quaedam antiquitus dictaesunt filiae Martis, quas in Romanorum comprecationibus nominari solitas tradit Gell. l. 13. c. 23. Has Turnebus indigitari censet de nomine Molarum, quod Mars, ut molis fruges, sic bellis homines frangat ac comminuat … Hofmann J. Lexicon universale
PISTRINUM — locus in quo farina olim pinsebatur, i. e. contundebatur seu comminuebatur in pila, ut ante Molarum inventum usum fieri solebat. Erant autem Pilae vasa concava, in quae antiqui siccata frumenta immittebant sicque pinsebant. Servius, ad Aen. l. 1 … Hofmann J. Lexicon universale
αλευροσκούληκο — Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριδών, που ζει στις σιταποθήκες και στους αλευρόμυλους, όπου τα έντομα αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στα τσουβάλια με το αλεύρι και οι προνύμφες τους βρίσκουν έτσι άφθονη τροφή αμέσως μετά την εκκόλαψή… … Dictionary of Greek
μυλωθρίς — μυλωθρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυλωθρός … Dictionary of Greek
μυλωθριαίος — μυλωθριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει το σχήμα μυλόπετρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυλωθρός + κατάλ. ιαῑος (πρβλ. μυλ ιαίος)] … Dictionary of Greek