Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ύφιον

См. также в других словарях:

  • καλύφιον — καλύφιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κᾱλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾱλον, το «ξύλο» + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • κερδύφιον — κερδύφιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • κωλύφιον — κωλύφιον, τὸ (Α) μικρό σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… …   Dictionary of Greek

  • σκευύφιον — τὸ, Μ (υποκορ. τ.) τού σκεύος) μικρό ή ευτελές σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. επίθημα ύφιον (πρβλ. ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • τεχνύφιον — τὸ, Α εργαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα ύφιον (πρβλ. κερδ ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ωΰφιον — τὸ, Μ υποκορ. τού ᾠόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. ζω ΰφιον)] …   Dictionary of Greek

  • δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον …   Dictionary of Greek

  • ορνύφι(ο)ν — ὀρνύφι(ο)ν, τὸ (ΑΜ) μικρό πτηνό, ορνίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + υποκορ. κατάλ. ύφι(ο)ν (πρβλ. ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»