Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δενδρήεις

См. также в других словарях:

  • δενδρήεις — δενδρήεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδρος («νῆσος δενδρήεσσα», Οδ.) 2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε ήεις (πρβλ. φωνήεις)] …   Dictionary of Greek

  • δενδρήεις — wooded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρῆεν — δενδρήεις wooded masc voc sg δενδρήεις wooded neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεντα — δενδρήεις wooded neut nom/voc/acc pl δενδρήεις wooded masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρηέσσῃ — δενδρήεις wooded fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεντι — δενδρήεις wooded masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεντος — δενδρήεις wooded masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεσσα — δενδρήεις wooded fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεσσαι — δενδρήεις wooded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεσσαν — δενδρήεις wooded fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρήεντ' — δενδρήεντα , δενδρήεις wooded neut nom/voc/acc pl δενδρήεντα , δενδρήεις wooded masc acc sg δενδρήεντι , δενδρήεις wooded masc/neut dat sg δενδρήεντε , δενδρήεις wooded masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»