Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκαιός

См. также в других словарях:

  • Σκαιός — left masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιός — left masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… …   Dictionary of Greek

  • σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκαιοτέρων — Σκαιός left fem gen comp pl Σκαιός left masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»