-
1 οξύτατα
-
2 ὀξύτατα
-
3 οξύτατα
наjоcтроГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οξύτατα
-
4 οξυτάτας
-
5 ὀξυτάτας
-
6 ὀξύς
A wood sorrel, Oxalis Acetosella, Plin.HN27.112.2 = ὀξύσχοινος, great sea-rush, Juncus acutus, ib.21.113.3 = ὀξαλίς, sorrel, Rumex acetosa, Gal.11.667.------------------------------------Aὀξέα Hdt.9.23
, al., v.l. in Hp.Mul.1.64, al. (in codd. freq. ὀξέη, and so Babr.73.1 metri gr.): ὀξεῖα, poet. for neut. pl. ὀξέα, Hes.Sc. 348 :—sharp, keen, whether of a point or an edge, in Hom. and Hes. mostly of weapons or anything made of metal,ἄκων Il.10.335
, al.;ἄορ 21.173
, Hes.Sc. 457 ;βέλος Il.4.185
, etc.; also of non-metallic substances,λᾶας 16.739
;μοχλός Od.9.382
;σκόλοπες Il. 12.56
,64 ; ὀξεῖα κορυφή, of a mountain-peak, Od.12.74 ; soπάγοι ὀξέες 5.411
; λίθος ὀξὺς πεποιημένος sharpened so as to serve as a knife, Hdt. 7.69, cf. 3.8 ; κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, Id.7.64 ;ὄρεα ἐς ὀ. τὰς κορυφὰς ἀ. Id.2.28
; τὸ ὀ. the apex of a triangle, ib.16 ; of the heart, Arist.Resp. 478b5 ;τὸ ὀ. τοῦ ᾠοῦ Id.GA 752b8
; ὀ. γωνία an acute angle, Id.Top. 107a16, al., Euc.1 Def.12, Archim. Spir.16 ;Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Simon.176
; ἡ ὀξεῖα, name of a surgical instrument, Hermes 38.282, Heliod. ap. Orib.44.23.59 ; but also, a pointed splinter of bone, ib.46.20.5.II in reference to the senses,1 of feeling, sharp, keen,ὀδύναι Il.11.268
; ὀ. ἠέλιος the piercing sun, h.Ap. 374 ; ὀξειᾶν ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70 ;Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Archil.61
;πῦρ ὀ. Anaxipp.1.12
; soχιὼν ὀξεῖα Pi.P.1.20
; so also of grief and the like ,ἄχος Il.19.125
;μελεδῶναι Od.19.517
: and generally, sharp, severe,μάχη ὀξέα.. γίνεται
keenly contested,Hdt.
9.23 ;ὀ. πυρετός Hp.VM16
([comp] Sup.);[ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται S.Ph. 808
; νόσοι, μανίαι, Pi.O.8.85, N.11.48 ([comp] Comp.), cf. Hp.Acut.tit., Archig. ap. Gal.9.887 ;πάθαι Pi.P.3.97
;ἐπιμομφά Id.O.10(11).9
, etc.2 of the sight,ὀξύτατον ὄμμα Id.N.10.62
;ὄψις.. ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος.. αἰσθήσεων Pl.Phdr. 250d
: freq. in neut. as Adv., ὀξύτατον δέρκεσθαι to be keenest of sight, Il.17.675 ;ὀξύτατα καθορᾶν Pl.R. 516c
; so ὀξὺ νοεῖν notice a thing sharply, Il.3.374 ;ὀξὺ προϊδεῖν Od.5.393
;ὀξύτερον βλέπει Ar.Pl. 1048
, Lys. 1202 (lyr.): prov.,ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν Id.Pl. 210
, cf. Macar.Prov.6.41 ; also ὀξὺ ἄκουσεν heard with sharp ear, Il.17.256, cf. Pl.Lg. 927b ; ὀξεῖαν ἀκοὴν.. λόγοις διδούς keen attention, S.El. 30.b of things that affect the sight, dazzling, bright,αὐγὴ Ἠελίου Il.17.372
;[Ἠελίου] ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι 14.345
: hence of colours, Ar. Pax 1173 (v.φοινικίς 2
) ;αἱ ὀξεῖαι χροιαί Arist. Phgn. 806b4
;πορφύρα Plu.Cat.Mi.6
, PHolm.20.36 ;[ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Ael.NA4.46
.3 of sound, shrill, piercing,ἀϋτή Il.15.313
;ὀξὺ βοήσας 17.89
;ὀξὺ δὲ κωκύσασα 18.71
;ὀξὺ λεληκώς 22.141
;ὀξέα κεκληγώς 17.88
, etc.; of whinnying horses,ὀξεῖα χρέμισαν Hes.Sc. 348
; of young pigs,ὀξὺ κεκράγατε Ar.Ach. 804
; of the scream of birds of prey,ὀξέα κλάζων S.Ant. 112
(anap.) ; of metals,ἰάχεσκε σάκος ὀξέα καὶ λιγέως Hes.Sc. 233
; also of the wail of the nightingale (cf. ὀξύφωνος),ὄρνιθος ὀ. φθόγγον S.Ant. 424
; so ἐπηλάλαξαν τὸν ὀ. νόμον shrieked their shrill song, A.Th. 952 (lyr.) ; ὀξὺ μέλος, of the grasshopper, Ar.Av. 1095 (lyr.).b of musical tones, in a technical sense, high-pitched, opp.βαρύς, φθόγγοι Pl.Ti. 80a
, X. Cyn.6.20 ;ὀξυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268d
;φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Arist.Rh. 1403b29
;τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλύ Id.Top. 106a13
.c in Music, δι' ὀξειῶν ([dialect] Dor. - ᾶν) interval of a fifth, Philol.6, Arist.Pr. 920a24.d ἡ ὀξεῖα (sc. προσῳδία ) the acute accent, D.T.630.1, A.D.Pron.35.10, al.; τὸν τόνον φυλάσσειν ὀ. ib.60.1 ;ὀ. συλλαβή Pl.Cra. 399b
;ὀ. στοιχεῖον S.E.M.1.113
.5 of smell, Arist.de An. 421a30 ;ὀξύτατον ὄζειν τινός Ar.Ach. 193
.III metaph., of the inner sense, sharp, keen, hasty, esp. quick to anger, passionate, epith. of Ares, Il.2.440,al. ;μένος ὀξύ h.Hom.8.14
;καρδίη ὀξυτέρη Thgn.366
;θυμὸς ὀ. S.OC 1193
;νέος καὶ ὀ. Pl.Grg. 463e
;οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Arist.EN 1126a18
: so in ὀξύ-θυμος, -κάρδιος, -χολος.2 sharp, quick,δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Pl.Ap. 39b
: c. inf.,ἐπινοῆσαι ὀ. Th.1.70
;γνῶναι.. ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα D.3.15
; also ;τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύς Luc.Salt. 81
.IV of motion, quick, swift, post-Hom.,ὀξυτάτους ἵππους Hdt. 5.9
(v.l. ὠκυτάτους) ;ἱερακίσκος Ar.Av. 1112
;ὀξυτέρῳ χαλινῷ S.Ant. 108
(lyr.) ; of a report,ὀξεῖα βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς Id.Aj. 998
; ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοήν, of a dying man, Id.Ant. 1238, cf. A.Ag. 1389 ; of a flame, fierce, Thphr.HP5.9.3 ;ᾄξας ὀξὺς νότος ὥς S.Aj. 258
(anap.) ; τὸ εὔψυχον.. ὀξεῖς ἐνδείκνυνται are quick in displaying, Th.4.126 ; opp. βραδύς, Id.8.96 ; opp. ῥάθυμος, Arist.EE 1240a2 ; opp. ἡσύχιος, Id.EN 1116a9 ;ὀ. παράγγελμα Onos.10.2
; ὀ. καιρός an urgent crisis, Id.6.1, al.; ὁ ὀ. δρόμος the express post, POxy.900.7 (iv A. D.), 2115.6 (iv A. D.) ;ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα Ep.Rom.3.15
: esp. in Adv. (v. infr.). -
7 κακο-γνώμων
κακο-γνώμων, ονος, von schlechter Einsicht, Sp., wie D. Cass. 77, 11, im Ggstz von συνίει τὰ πολλὰ ὀξύτατα.
-
8 ὀξύς
ὀξύς, εῖα, ύ, (mit ὠκύς verwandt, anch vielleicht mit ἀκή, vgl. Buttm. Lexil. I, 243. II, 67 ff.), scharf, spitz; bes. zunächst von schneidenden Werkzeugen, Waffen; πέλεκυς, Il. 17, 250 u. öfter; ἄκων, 21, 590; δόρυ, φάσγανον, ξίφος, ἄορ, βέλος u. ä., Il. oft; ὄγκοι, 4, 214; βέλη, Pind. P. 4, 213; ὄνυχες λεόντων, N. 4, 63; σκόλοπες, Il. 12, 56. 64; auch λᾶας, 447; πάγοι, Od. 5, 411; μοχλὸν ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, 9, 382; κορυφή, Berggipfel, 12, 74; σίδηρος, Eur. Suppl. 590; φάσγανον, I. A. 1566. – Dah. Alles, was auf die Sinne einen schneidenden, stechenden Eindruck macht, empfindlich ist; – a) vom Gefühl; ἠέλιος, die stechende, scharfbrennende Sonne, H. h. Apoll. 374; Hes. O. 416; ὀξειᾶν ἀκτίνων, Pind. Ol. 7, 70, vgl. 3, 25; auch χιόνος ὀξείας, P. 1, 20; sp. D., ἥλιος, Callim. 3 (XII, 71); auch Σείριος, Archil. 42; übh. schmerzhaft, ἄχος, Il. 19, 125 Od. 11, 208; ὀδύναι, Il. 11, 268. 272; μελεδῶναι, Od. 17, 517; νόσοι, μανίαι, Pind. Ol. 8, 85 N. 11, 48; u. geistig, ὀξεῖαν ἐπι-μομφάν, Ol. 11, 9, u. so bes. noch sp. D. – b) vom Gehör, scharftönend, durchdringend, von gellenden, schmetternden Tönen; ἀυτή, Il. 15, 313; u. so ὀξὺ βοήσας, 17, 89, κελεύων, 20, 52, κωκύειν, 18, 71, λεληκώς, 22, 141, κεκληγώς u. ä.; auch ὀξὺ δ' ἄκουσεν, scharf hören, 17, 256; so bei Hes. von Rossen, ὀξεῖα χρέμισαν, Sc. 348; ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσ κε σάκος, 233; χάλκεον ὀξὺ βοᾶν, 243; ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 936, vgl. Pers. 1015; ἀκούειν, Suppl. 884; όξὺ βοῆς ἀκοῦσαν Ἄργος, Eur. Or. 1530; πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Soph. Ant. 420, vgl. El. 727; ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων, Ai. 314; ὀξέα κλάζων αἰετός, Ant. 112; auch ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς, El. 30; ἔστι τι όξὺ ἐν φωνῇ, Plat. Prot. 332 c; φϑόγγος, im Ggstz von βαρύς, hoher Ton, Tim. 80 a; öfter auch χορδὴ ὀξυτάτη, Phaedr. 268 d; Sp., ὀξὺ μέλπειν Anacr. 53, 3, ὀξύτατα συρίξομαι, Luc. Nigr. 10. – c) vom Gesicht, blendend, hell; αὐγὴ Ἠελίοιο, Il. 17, 372; φάος, 14, 345; u. activisch, scharf sehend, ὀξὺ μάλα προϊδών, Od. 5, 393; ὀξύτατον δέρκεσϑαι, Il. 17, 675. 23, 477 H. h. 18, 14, öfter; ὀξὺ νόησε (vgl. νοέω), Hom., Hes. Th. 838; ὀξεῖ' Ἐρινὺς ἰδοῖσα, Pind. Ol. 2, 45; ὀξύτατον ὄμμα, N. 10, 62. Sprichwörtlich ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει, von scharfem Gesicht, Paroem. App. 4, 30; auch ὀξύτερον οἱ γείτονες βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων, ibd. 31; vgl. Ar. Lys. 1202 Plut. 310; ὀξὺ βλέπειν, Plat. Conv. 219 a u. öfter; ὀξύτερος ὀφϑαλμός, Ep. ad. 10 (XII, 88). – Dah. von den Farben, Arist. physiogn. 2; ὀξεῖα φοινικίς, Ar. Pax 1139. – d) vom Geschmache, scharf, herbe, bitter, sauer; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνϑεὶς ζύμωμα, Plat. Tim. 74 e, öfter; Xen., u. häufiger bei Sp.; übtr., κίνδυνος, Plut. Timol. 4. – e) übh. empfindlich, leidenschaftlich, bes. leicht in Zorn gerathend, jähzornig; Ἄρης, Hom., wie Eur. Heracl. 290; ὀξὺ μένος, H. h. 7, 14; ϑυμὸς ὀξύς, Soph. O. C. 1195; u. in Prosa, νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, vgl. Polit. 311 a; ὀξὺ καὶ ἀνδρεῖόν πού φαμεν, 306 e; aber auch = schnell Etwas auffassend, εἰς πάντα τὰ μαϑήματα ὀξεῖς φαίνονται, im Ggstz von βραδεῖς, Rep. VII, 526 b; ἐπινοῆσαι ὀξεῖς, Thuc. 1, 70; οἱ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, Arist. Eth. 3, 7; ὀξὺς τὰς ἐνϑυμήσεις, Luc. Salt. 81. – Uebh. auch von der Bewegung, eigtl. wohl heftig, schnell, Her. 5, 9; ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, Plat. Rep. V, 460 e; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον ἐπαΐξασα, Theaet. 190 a. Im Gegensatz von βραδύς auch Thuc. 8, 96; so κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν Aesch. Ag. 1362; νότος, Soph. Ai. 251, wie auch Phil. 797, ὡς ἥδε (ἡ νόσος) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, von dem schnellen Anfall zu erklären ist; ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, mit schärferem, schnellerem Zügel, Ant. 108; Sp., ὀξύτερον ἔδραμε, Diosc. 11 (VI, 220); πτήσομαι ὀξύτερος στεροπῆς, Alpheus 1 (XII, 18); nach Arist. physiogn. 2 in Beziehung auf die Bewegung dem νωϑρός entgeggstzt. – So auch adv. ὀξέως, z. B. βοηϑεῖν, im Ggstz von ἐνδοιαστῶς, Thuc. 6, 10; μεταχειρίσαι, ibd. 12.
-
9 οξύτατ'
ὀξύτατα, ὀξύς 2sharp: neut nom /voc /acc plὀξύτατε, ὀξύς 2sharp: masc voc sgὀξύταται, ὀξύς 2sharp: fem nom /voc pl -
10 ὀξύτατ'
ὀξύτατα, ὀξύς 2sharp: neut nom /voc /acc plὀξύτατε, ὀξύς 2sharp: masc voc sgὀξύταται, ὀξύς 2sharp: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
ὀξύτατα — ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτάτας — ὀξυτάτᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl ὀξυτάτᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτατ' — ὀξύτατα , ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl ὀξύτατε , ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύταται , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
быстро — (9*) нар. 1.Нар. к быстрыи: быстро поидѣмъ СбТр XII/XIII, 21; старци быстро шествоваху КТур XII сп. XIV, 6; Нынѣ новоражаѥмии агньци, быстро путь перуще, скачють, и скоро къ мт҃рмъ възращающесѩ, веселѩтсѩ Там же, 21; зосима же забы свою старость … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Κλίνγκερ, Μαξ — (Max Κlinger, 1857 – 1920). Γερμανός ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Στις χαλκογραφίες του απεικονίζει, με φαντασία αλλά και τραγική απαισιοδοξία, σκηνές και πρόσωπα της καθημερινής ζωής, ενώ παράλληλα θίγει οξύτατα κοινωνικά προβλήματα της… … Dictionary of Greek
Τζιολίτι, Τζοβάνι — (Giolitti, 1842 – 1928). Ιταλός πολιτικός. Σπούδασε νομικά και έγινε δημόσιος υπάλληλος. Το 1882 ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη βουλευτής. Το 1889 έγινε υπουργός Οικονομικών και το 1892 πρωθυπουργός αλλά σύντομα παραιτήθηκε και αποσύρθηκε … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳ — (արագունք կամ արագք.) NBH 1 0336 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ա. ԱՐԱԳ (լծ. հյ. առաջ, առ աք. յն. արղի՛ս. թ. թիւկրիւգ) Որ եւ ԵՐԱԳ. ταχύς, ὁξύς celer, citus, acutus, et velox Շոյտ. փո՛յթ, կամ սու՛ր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)