Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀξαλίς

См. также в других словарях:

  • ὀξαλίς — sour wine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλίδα — ὀξαλίς sour wine fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλίδας — ὀξαλίς sour wine fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλίδες — ὀξαλίς sour wine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλίδι — ὀξαλίς sour wine fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλίδος — ὀξαλίς sour wine fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • οξαλίδα — και οξαλίς, η (Α ὀξαλίς) το πολυετές ποώδες φυτό λάπαθο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας γερανιώδη, τού οποίου τρία είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ξινήθρες και μοσχόφυλλα αρχ …   Dictionary of Greek

  • oxalídeo — oxalídeo, a adj. y n. f. Bot. Oxalidáceo. * * * oxalídeo, a. (Del lat. oxālis, ĭdis, acedera, y este del gr. ὀξαλίς). adj. Bot. oxalidáceo. U. t. c. s. f. ORTOGR. Escr. con may. inicial c. taxón …   Enciclopedia Universal

  • ξινόχορτο — το βοτ. κοινή ονομασία φυτού οξαλίς, αλλ. ξινούδι, μοσχόφυλλο …   Dictionary of Greek

  • οξάλειος — ὀξάλειος, ον (Α) [οξαλίς, ίδος] 1. όξινος, ξινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια (κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»