-
1 Ιέρ'
-
2 Ἱέρ'
-
3 ιέρ'
ἱερά̱, ἱεράserpent: fem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱεράserpent: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱεραί, ἱεράserpent: fem nom /voc plἱεραί, ἱεραίfilled with: fem nom /voc plἱερά̱, ἱερήfem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱερήfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱεραί, ἱερήfem nom /voc plἱερί, ἱερίςpriestess: fem voc sgἱερά, ἱερόνneut nom /voc /acc plἱερά, ἱερόςfilled with: neut nom /voc /acc plἱερά̱, ἱερόςfilled with: fem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱερόςfilled with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱερά, ἱερόςfilled with: neut nom /voc /acc plἱερέ, ἱερόςfilled with: masc voc sgἱερέ, ἱερόςfilled with: masc /fem voc sgἱεραί, ἱερόςfilled with: fem nom /voc pl -
4 ἱέρ'
ἱερά̱, ἱεράserpent: fem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱεράserpent: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱεραί, ἱεράserpent: fem nom /voc plἱεραί, ἱεραίfilled with: fem nom /voc plἱερά̱, ἱερήfem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱερήfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱεραί, ἱερήfem nom /voc plἱερί, ἱερίςpriestess: fem voc sgἱερά, ἱερόνneut nom /voc /acc plἱερά, ἱερόςfilled with: neut nom /voc /acc plἱερά̱, ἱερόςfilled with: fem nom /voc /acc dualἱερά̱, ἱερόςfilled with: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἱερά, ἱερόςfilled with: neut nom /voc /acc plἱερέ, ἱερόςfilled with: masc voc sgἱερέ, ἱερόςfilled with: masc /fem voc sgἱεραί, ἱερόςfilled with: fem nom /voc pl -
5 ἶερ-ωνυμία
ἶερ-ωνυμία, ἡ, heiliger Namen, K. S.
-
6 ἶερ-όπτης
ἶερ-όπτης, ὁ, Opferschauer, der aus den Eingeweiden der Opfer weissagt, D. Cass. 52, 36; vgl. B. A. 44, 7.
-
7 ἱερ-ωνυμέω
ἱερ-ωνυμέω, mit heiligem Namen nennen, Eust.
-
8 ἱερ-αρχικός
ἱερ-αρχικός, ή, όν, den Vorsteher der Priester u. der kirchlichen Angelegenheiten betreffend, hierarchisch, Sp.
-
9 ἱερ-αρχέω
ἱερ-αρχέω, über Priester herrschen, in allen den Gottesdienst betreffenden Sachen die oberste Gewalt haben, Sp.
-
10 ἱερ-αρχία
ἱερ-αρχία, ἡ, das Amt des Vorigen, Dionys. Areop.
-
11 ἱερ-αύλης
-
12 ἱερ-αγωγός
ἱερ-αγωγός, Opfer, heilige Geräthe führend; ναῦς Pol. 31, 20, 11; μύσται Hedyl. bei Ath. XI, 497 d.
-
13 ἱερ-άρχης
ἱερ-άρχης, ὁ, Oberhaupt der Priester, der die Aufsicht über den Gottesdienst u. alle kirchlichen Angelegenheiten führt, Sp.
-
14 ἱερ-άγγελος
ἱερ-άγγελος, opfer-, festverkündend, Hesych.
-
15 ἱερ-ώνυμος
ἱερ-ώνυμος, mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
-
16 ιερ(ο)εξεταστής
ο прям., перен. инквизитор -
17 ιερ(ο)εξεταστικός
η, ό[ν] пр'ям., перен. инквизиторский -
18 ιερ(ο)εξεταστής
ο прям., перен. инквизитор -
19 ιερ(ο)εξεταστικός
η, ό[ν] пр'ям., перен. инквизиторский -
20 ἱερωτεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερωτεία
См. также в других словарях:
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
Ἱέρ' — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρ' — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱεραί , ἱερά serpent fem nom/voc pl ἱεραί , ἱεραί filled with fem nom/voc pl ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] … Dictionary of Greek
καθιερουργώ — καθιερουργῶ, έω (Α) (μόνο παθ.) καθιερουρνοῡμαι καθιερεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱερ ουργῶ (< ἱερ ουργός)] … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ζυγοσύνη — ζυγοσύνη, ἡ (Μ) η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ ός + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, ιερ οσύνη)] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιεράγγελος — ἱεράγγελος, ὁ (Α) θεωρός* που ανήγγελλε την έναρξη τής θρησκευτικής πανήγυρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άγγελος] … Dictionary of Greek
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek