-
1 ἱερ-αύλης
-
2 ἱεραύλης
ἱερ-αύλης, ὁ, der bei den Opfern die Flöte spielt
См. также в других словарях:
καλαμαύλης — καλαμαύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ αύλης, χορ αύλης] … Dictionary of Greek
ιεραύλης — ἱεραύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + αύλης (< αυλώ, έω) < αυλός), πρβλ. χορ αύλης] … Dictionary of Greek