-
1 ἱερ-αρχία
ἱερ-αρχία, ἡ, das Amt des Vorigen, Dionys. Areop.
-
2 ἱεραρχία
ἱερ-αρχία, ἡ, das Amt des Priesters
См. также в других словарях:
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek