-
1 ἱερ-αγωγός
ἱερ-αγωγός, Opfer, heilige Geräthe führend; ναῦς Pol. 31, 20, 11; μύσται Hedyl. bei Ath. XI, 497 d.
-
2 ἱεραγωγός
ἱερ-ᾰγωγός, όν,A carrying offerings,μύσται Hedyl.
ap. Ath.11.497d;ναῦς Plb.31.12.11
;ἄνδρες D.H.16.3
: as Subst., Inscr.Délos 291b8 (iii B.C.), IG12(1).1035 ([place name] Carpathos), 12(8).190.45 ([place name] Samothrace).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεραγωγός
-
3 ἱεραγωγός
ἱερ-αγωγός, Opfer, heilige Geräte führend -
4 ιεραγωγος
См. также в других словарях:
νεκραγωγός — νεκραγωγός, ον (ΑΜ) αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς μσν. (ως επίθ. τού Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, ξεν αγωγός] … Dictionary of Greek
νεκυαγωγός — νεκυαγωγός, όν (Α) (για τον Ερμή) ψυχοπομπός, νεκραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, νεκρ αγωγός] … Dictionary of Greek
ιεραγωγός — ἱεραγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγωγός] … Dictionary of Greek