-
1 ἱερ-άρχης
ἱερ-άρχης, ὁ, Oberhaupt der Priester, der die Aufsicht über den Gottesdienst u. alle kirchlichen Angelegenheiten führt, Sp.
-
2 ἱεράρχης
ἱερ-άρχης, ὁ, Oberhaupt der Priester, der die Aufsicht über den Gottesdienst u. alle kirchlichen Angelegenheiten führt -
3 ιεράρχης
ιεράρχης οиерарх (епископ, митрополит, патриарх);ΦΡ.Τρεις Ιεράρχες οι – οι Άγιοι Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσοστόμος — Три Иерарха – Святые Василий Великий, Григорий Богослов и Иоанн Златоуст:αύριο είναι των Τριών Ιεραρχών — завтра праздник Трех Иерархов (30/12 февраля)
Этим.< ιεράρχης < ίερ(ο)- + -άρχης «священноначальник»
См. также в других словарях:
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek