-
61 Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσόλυμα, τά and ἡ (also Ἰερ-, Ἱεροσάλημα [GJs 20:4 pap]) and Ἰερουσαλήμ, ἡ indecl. (also Ἱερ-; יְרוּשָׁלַיִם, יְרוּשָׁלֵם) Jerusalem. On the breathing s. B-D-F §39, 1; Mlt-H. 101; on the form of the name s. B-D-F §56, 1 and 4; W.-S. §10, 3; Mlt-H. 147f; Ramsay, Exp. 7th ser., 3, 1907, 110ff, 414f; Harnack, D. Apostelgesch. 1908, 72ff; RSchütz, ZNW 11, 1910, 169–87; JJeremias, ZNW 65, ’74, 273–76; GKilpatrick, NovT 25, ’83, 318–26; DSylva, ZNW 74, ’83, 207–21.—τὰ Ἱεροσόλυμα (Polyb. 16, 39, 4; Diod S 34 + 35, Fgm. 1, 1; 2; 3; 5; Strabo 16, 2, 34; 36; 40; Appian, Syr. 50 §252; Cass. Dio 37, 15; 17; Timochares [II B.C.]: 165 Fgm. 1 Jac. [in Eus., PE 9, 35]; Ps.-Hecataeus: 264 Fgm. 21, 197 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 197]; Agatharchides [II B.C.]: 86 Fgm. 20a, 209 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 209]; Manetho [III B.C.]: 609 Fgm. 10 a, 241 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 241 al.]; Lysimachus [I B.C.–I A.D.]: 621 Fgm. 1, 311 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 311]; PGM 13, 997; LXX in Apocr. [Thackeray 168]; EpArist 32; 35; 52; Philo, Leg. ad Gai. 278; Joseph. [Niese index]; Just. [9 times]) is the form found in Mt (the sole exception 23:37 is fr. a quot.), Mk and J; it is also found in Lk and Ac, as well as Gal 1:17f; 2:1; PtK 4 p. 15, 35.—πᾶσα Ἱεροσόλυμα Mt 2:3; GEb 13, 78; seems to go back to a form ἡ Ἱεροσόλυμα, ης (cp. Pel.-Leg. 14, 14 πᾶσα [ἡ] Ἱεροσόλυμα; Tob 14:4; s. B-D-F §56, 4.—S. also PGM 4, 3069 ἐν τῇ καθαρᾷ Ἱεροσολύμῳ and 13, 233 ἐν Ἱερωσολύμῳ).—ἡ Ἰερουσαλήμ (predom. in LXX; pseudepigr.; Philo, Somn. 2, 250; Just. [22 times apart from quot.]; Mel. [consistently].—Jos., C. Ap. 1, 179 Clearchus [Fgm. 7] is quoted as reporting remarks of his teacher Aristotle in which the latter uses the form Ἱερουσαλήμη [doubted by Niese; Eus., PE 9, 5, 6 has the same quot. fr. Clearchus w. the form Ἱερουσαλήμ]) besides Mt 23:37 (s. above) in Lk, Ac (s. P-LCouchoud/RStahl, RHR 97, 1928, 9–17), predom. in Paul, Hb 12:22; Rv; 1 Cl 41:2; Judaicon 20, 71; GPt; εἰς Ἱερουσαλήμ AcPl Ha 8, 30 (Ἱεροσόλυμα BMM verso 1).—Mostly without the art. (PsSol; GrBar prol. 2; AscIs), s. B-D-F §261, 3; 275, 2; W-S. §18, 5e; w. the art. only J 2:23; 5:2; 10:22; 11:18; cp. Ac 5:28; Gal 4:25f; Rv 3:12. No certain conclusions can be drawn concerning the use of the two forms of the name (they are used in the same immediate context by Hecataeus [264 Fgm. 21 Jac., in Eus., PE 9, 4, 2 v.l.]); the mss. vary considerably in their practice.① the city of Jerusalem, Jerusalem Mt 2:1 and oft.; Mk 3:8 and oft.; Lk 2:25, 41; J 1:19; Ro 15:19, 25f; Gal 1:17f; 2:1 al. ἀναβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα Mt 20:17f; Mk 10:32f; Lk 19:28; J 2:13; 5:1; 11:55; Ac 21:15; 25:1; Ἰερουσαλήμ Lk 18:31; Ac 11:2; 21:12. καταβαίνειν ἀπὸ Ἱεροσολύμων Mk 3:22; Ac 11:27; 25:7; καταβαίνειν ἀπὸ Ἰερουσαλήμ Lk 10:30; Ac 8:26. θυγατέρες Ἰερουσαλήμ Lk 23:28, s. θυγάτηρ 3.② Jerusalem as collective for its inhabitants, Jerusalem πᾶσα Ἱ. the whole city of Jerusalem (Caecilius Calactinus, Fgm. 75 p. 57, 8 says πᾶσα ἡ Ἑλλάς [Thu. 1, 6, 1] stands ἀντὶ τῶν Ἑλλήνων; Pla., Ep. 7, 348a πᾶσα Σικελία; Demosth. 18, 18; Psellus p. 43, 12 πᾶσα ἡ Πόλις=‘all Byzantines’) Mt 2:3; cp. 3:5; Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ 23:37 (Aeschines, Ctesiph. 133 Θῆβαι, Θῆβαι; Ps.-Demetr. in Eloc. 267 adds to this Aeschines passage the comment, ‘The repetition of the name produces a powerful effect’; sim. Lk 10:41; 22:31; Ac 9:4.—HvanderKwaak, NovT 8, ’66, 56–70); Lk 2:38; 13:34 (Jerusalem is here viewed as dead; such personal address is normal in the ancient world: HJahnow, Das hebräische Leichenlied 1923, 50f; 100; s. for the Hellenic world Il. 18, 333; 19, 287; 315); Ac 21:31.—For a geographical and historical treatment HGuthe, RE VIII 666ff; XXIII 671f; HVincent and F-MAbel, Jérusalem I 1912; II 1926; GDalman, J. u. s. Gelände 1930; MJoin-Lambert, Jerusalem (tr. CHaldane) ’58; PWinter, ‘Nazareth’ and ‘Jer.’ in Lk 1 and 2, NTS 3, ’56/57, 136–42 (lit.); CKopp, The Holy Places of the Gospels ’63 (tr. RWalls), 283–417. On its cultural history JJeremias, Jerus. in the Time of Jesus (tr. FH and CHCave) ’69; BLifshitz, Jérusalem sous la domination romaine: ANRW II/8, 77, 444–89; MPorthuis/CSafrai, eds., The Centrality of Jerusalem ’96. For its theol. significance, JBlinzler in Wikenhauser Festschr. ’52, 20–52; JSchneider, ibid., 207–29. BHHW II 820–50 (lit.). OEANE III 224–38.③ transcendent Jerusalem, Jerusalem, fig. and eschatol. usage ἡ νῦν Ἰ. the present J. is contrasted w. the ἄνω Ἰ. the heavenly J. Gal 4:25f. For the latter also Ἰ. ἐπουράνιος Hb 12:22 and ἡ καινὴ Ἰ. the new J. Rv 3:12; 21:2, also ἡ ἁγία Ἰ. 21:10; cp. vs. 2. On the theol. usage s. JdeYoung, Jerus. in the NT ’60.—For lit. s. on πόλις 2.—M-M. EDNT. TW. -
62 ἱερό-θυτος
ἱερό-θυτος, Gott geopfert; ἱερ. ϑάνατος Pind. frg. 225 bei Plut. de glor. Ath. 7, Opfertod für's Vaterland; καπνός, Opferdampf, Ar. Av. 1265; τὰ ἱερόϑυτα, Opfer, Ath. XIV, 660 c; vgl. Arist. oec. 2, 20.
-
63 ἱερο υργία
ἱερο υργία, ἡ, heiliger Gottesdienst, bes. Opfer, Her. 5, 83, in der ion. Form ἱρουργία od. ἱροργία; Plat. ἤ τις ἄλλη περὶ τὰ τοιαῦτα ἱερ. Legg. VI, 774 e; Sp., ἱερουργίας τινὰς ἀποῤῥήτους ἱερουργούμενος Plut. Alex. 31, ἱερουργίας ϑύειν Hdn. 6, 4, 3.
-
64 ιεραγωγος
-
65 ιερουργεω
(тж. ἱ. τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ NT. и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение -
66 ιερουργια
ион. ἱρουργία, v. l. ἱροεργία и ἱροργία ἥ совершение религиозных обрядов, священный обряд(ἱρουργίαι ἄρρητοι Her.; ἥ περί τι ἱ. Plat.; ἄπυροι ἱερουργίαι Plut.)
ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut. — совершать жертвоприношения -
67 ιερωνυμος
-
68 ιερέ-
см. ιερ(ο)ε\ -
69 ιεροκρίτης
ο см. ιερ(ο)εξεταστής -
70 ιεροκριτικός
η, ό[ν] см. ιερ(ο)εξεταστικός -
71 ιεράρχης
ιεράρχης οиерарх (епископ, митрополит, патриарх);ΦΡ.Τρεις Ιεράρχες οι – οι Άγιοι Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσοστόμος — Три Иерарха – Святые Василий Великий, Григорий Богослов и Иоанн Златоуст:αύριο είναι των Τριών Ιεραρχών — завтра праздник Трех Иерархов (30/12 февраля)
Этим.< ιεράρχης < ίερ(ο)- + -άρχης «священноначальник» -
72 Ιερώνυμος
Ιερώνυμος οИероним –1) Иероним Стридонский, преподобномученик, латинский церковный писатель, святой Православной и Католической Церквей: июнь 15/28;2) мужское имяЭтим.< ιερώνυμος «носящий священное имя» < ιερ(ο) + όνομα -
73 барьер
[μπαρ'ιέρ] ουσ. α φραγμός -
74 браконьер
[μπρακαν'ιέρ] ουσ. α. λαθροθήρας -
75 карьер
[καρ'ιέρ] ουσ. α λατομείο, νταμάρι -
76 курьер
[κουρ'ιέρ] ουσ. α ταχυδρόμος, κούριερ -
77 ἄφαρ
1 at once, immediatelyπέμπε δράκοντας ἄφαρ N. 1.40
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν sc. Apollo, by slaying Achilles Πα... ἔκλαγξέ θ' ἱερ[]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 13. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκ- τόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (supp. Lobel) fr. 169. 26. -
78 ἱερός
ῐερός (-όν, -οί, -ῶν, -οῖς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αῖς, -αῖσι(ν); -ῷ, -όν, -ῶν, -οῖς: superl. - ώτατον nom., voc., acc.: ἱερ- thrice.)1 of persons, venerated holy ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ the Hyperboreans P. 10.42 Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε ( θέμιν flagitavit Wil.) P. 11.9 Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα Θήβα fr. 195.2 of things,a of places, as being of religious interest. ἱερὸν ἔσχον οἴκημα Akragas O. 2.9 ἱερὰν νᾶσον Thera P. 4.6 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν” P. 4.44ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
[ τανδιεραν = ? ταν διεραν, fr. 33a.] ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν ( ἱρόν Snell.) fr. 189.b of festivals, sanctuaries, as honouring or belonging to the gods.ἐξ ἱερῶν ἀέθλων O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἱερῶν ἀγώνων (Er. Schmid e Σ: ἱερᾶν codd.) N. 2.4ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον the third temple of Apollo at DelphiΠα... Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει Pae. 18.1
c ἔλαφον, ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱεράν consecrated O. 3.30Ἰάσων δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190
“κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων, Φοῖβε” divine love-affairs P. 9.39 ἀλλ ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι ( ἕλᾳ ἱρᾶν Bergk: ἐλεηρὰν codd., “un être vivant, qui présente un aspect mysterieux” van Groningen: v. μέλισσα) fr. 123. 11. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται (Boeckh: ἱεραῖς codd.: i. e. priestesses of Demeter: v. μέλισσα) fr. 158. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1.d dub. & frag. [ νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ἱερόν (codd. Dion. Hal. contra metr.: ῥέον Schr.)Πα.. 1.] ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
]οις τερφθὲν ἱαροῖς[ (cf. σκιαρός) ?fr. 338. 6.3 n. pl. pro subs., sacrificeτεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48
ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. -
79 κέαρ
1 heart as seat of the feelings.θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.22
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.102
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς of Kassandra Πα. 8A. 11. -
80 κλάζω
1 cry out of prophecy (v. Fraenkel on Agam. 156.) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ, καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων of Kassandra? Πα. 8A. 10. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ fr. 169. 34. in tmesis, “ ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν” v.ἐπικλάζω P. 4.23
См. также в других словарях:
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
Ἱέρ' — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρ' — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱεραί , ἱερά serpent fem nom/voc pl ἱεραί , ἱεραί filled with fem nom/voc pl ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] … Dictionary of Greek
καθιερουργώ — καθιερουργῶ, έω (Α) (μόνο παθ.) καθιερουρνοῡμαι καθιερεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱερ ουργῶ (< ἱερ ουργός)] … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ζυγοσύνη — ζυγοσύνη, ἡ (Μ) η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ ός + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, ιερ οσύνη)] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιεράγγελος — ἱεράγγελος, ὁ (Α) θεωρός* που ανήγγελλε την έναρξη τής θρησκευτικής πανήγυρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άγγελος] … Dictionary of Greek
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek