Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱεροί

См. также в других словарях:

  • ἱεροῖ — ἱερόω consecrate pres ind mp 2nd sg ἱερόω consecrate pres opt act 3rd sg ἱερόω consecrate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροί — ἱερός filled with masc nom/voc pl ἱερός filled with masc/fem nom/voc pl ἱερόω consecrate pres subj mp 2nd sg ἱερόω consecrate pres ind mp 2nd sg ἱερόω consecrate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπουένος Άιρες, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη που ιδρύθηκε το 1996 με πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Προήλθε από απόσπαση της μέχρι τότε ενιαίας Αρχιεπισκοπής Βόρειας και Νότιας Αμερικής και… …   Dictionary of Greek

  • Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Орфей — (Όρφεύς). Имя О. связано как с ранней историей греческой литературы; в которой он занимает место как мифический поэт фракийского происхождения, так и с историей греческой религии, в которой он является установителем особого вероучения и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Теротеизм — (поклонение животным, зоолатрия) некогда универсальная форма религиозного мышления, сохранившаяся до настоящего времени у всех диких и варварских племен и даже у некоторых более или менее культурных народов (браминистическая Индия, Египет).… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Царь — один из монархических титулов, равносильный титулу король (см.). В других языках нет того различия, которое русский язык делает между царями и королями, называя первым именем почти исключительно монархов древнего Востока и классического мира, a… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»