-
1 μουσικός
μουσικός, die Musen, Musenkünste betreffend, ἡ μουσική, die Musenkunst, bes. die Tonkunst, Musik; μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Pind. Ol. 1, 15; μουσικῆς παιδεύματα, Soph. frg. 779; Eur. Suppl. 906; Gesang, Her. 6, 129; oft bei Plat., der auch sagt ὡς φιλοσοφίας οὔσης μεγίστης μουσικῆς, Phaed. 61 a; vgl. μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προςχρώμενον, Tim. 88 c; μουσικῆς τὸ περὶ λόγους τε καὶ μύϑους, Rep. III, 398 b; Sp. übh. jede höhere künstlerische od. wissenschaftliche Bildung, vgl. Iac. Ach. Tat. p. 437; παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν, Eur. Hipp. 989; μουσικὸς ἀνήρ, der sich auf Musenkünste versteht, Tonkünstler u. Dichter, Ar. Equ. 191, wie Plat. Rep. I, 349 e u. öfter; ἀγών, Ar. Plut. 1163 (vgl. ϑέας μουσικὰς καὶ ϑυμελικὰς ἄγειν, Plut. Fab. 4), der auch ἀγῶνα κρῖναι τόνδε μουσικώτατα sagt, Ran. 872, auf eine sehr kunstverständige Weise; Plat. setzt den Lyriker Stesichorus, ἅτε μουσικὸς ὤν, dem Epiker Homer entgegen, Phaedr. 243 a. Ggstz von ἄμουσος, Soph. 253 b, von γραφικός, Crat. 424 a; καὶ ποιητικοὶ ἄνδρες, Legg. VII, 802 b; er vrbdt auch ἡ τῶν νέων ἀκολάκευτος οὐσία πάντων μουσικωτάτη τε καὶ ἀρίστη, die harmonischste, angemessenste, V, 729 a, vgl. ὀρϑῶς ἅμα καὶ μουσικῶς ὠνόμασεν, VII, 816 c; καὶ σωφρόνως ἐρᾶν, Rep. III, 403 a; ἅλας δοὺς μουσικῶς, Euphro Ath. I, 7 e; auch ὄρνεα μουσικά, Luc. V. H. 2, 5; μουσικὰ βρώματα, Dioxip. Ath. III, 100 e.
-
2 μουσικός
μουσικός, die Musen, Musenkünste betreffend, ἡ μουσική, die Musenkunst, bes. die Tonkunst, Musik; Gesang; übh. jede höhere künstlerische od. wissenschaftliche Bildung; μουσικὸς ἀνήρ, der sich auf Musenkünste versteht, Tonkünstler u. Dichter; ἀγῶνα κρῖναι τόνδε μουσικώτατα, auf eine sehr kunstverständige Weise; Plat. setzt den Lyriker Stesichorus, ἅτε μουσικὸς ὤν, dem Epiker Homer entgegen -
3 μουσικός
A musical,ἀγῶνες μ. καὶ γυμνικοί Ar.Pl. 1163
, cf. Th.3.104;χοροί τε καὶ ἀγῶνες μ. Pl.Lg. 828c
; τὰ μουσικά music, X.Cyr.1.6.38, Sammelb. 6319.54 (Ptol.), SIG578.18 (Teos, ii B. C.). Adv. -κῶς Pl.Alc.1.108d
, etc.; cf. foreg.II of persons, skilled in music, musical, X.l.c., etc.;ποιητικοὶ καὶ μ. ἄνδρες Pl.Lg. 802b
;κύκνος καὶ ἄλλα ζῷα μ. Id.R. 620a
;περὶ αὐλοὺς -ώτατοι Ath.4.176e
; lyric poet, opp. epic, Pl.Phdr. 243a (but opp. μελοποιός, Phld.Mus.p.96 K.); μ., οἱ, professional musicians, OGI383.162 (Commagene, i B. C.), PFlor.74.6 (ii A. D.); (Delos, ii B. C.).2 generally, votary of the Muses, man of letters and accomplishments, scholar, opp. ἀμαθής, Ar.Eq. 191;ἀνὴρ σοφὸς καὶ μ. Id.V. 1244
;ἀνδρὸς φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μ. Pl.Phdr. 248d
, al.; πόλις -ωτάτη most full of liberal arts, Isoc.Ep.8.4;ἡ τῶν νέων οὐσία μουσικωτάτη Pl.Lg. 729a
: c. inf., παρ' ὄχλῳ -ώτεροι λέγειν more accomplished in speaking before a mob, E.Hipp. 989.III of things, elegant, delicate,βρώματα Diox.1
;ἥδιον οὐδέν, οὐδὲ -ώτερον Philem.23
; harmonious, fitting,τροφὴ μέση καὶ μ., τὸν Δώριον τρόπον τῆς τύχης ὡς ἀληθῶς ἡρμοσμένη Dam.Isid.50
. Adv. - κῶς harmoniously, suitably,οἱ λόγοι οὐ πάνυ μ. λέγονται Pl.Prt. 333a
;μ. ἐρᾶν Id.R. 403a
;ὀρθῶς καὶ μ. Id.Lg. 816b
;εὐρύθμως καὶ μ. εἰπεῖν Isoc.13.16
; μ. ἅλας δοῦναι, ὄψον σκευάσαι, Euphro 11.10, Nicom.Com.1.9: [comp] Comp. - ωτέρως, λέγειν Arist.Rh. 1395b29
: [comp] Sup. - ώτατα Ar.Ra. 873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσικός
-
4 μουσικος
I31) сопровождаемый игрой на музыкальном инструменте или пением, музыкальный(χοροί τε καὴ ἀγῶνες Plat.; θεαί Plut.)
2) просвещенный в мусических (изящных) искусствах, сведущий в музыке и в поэзии(ἀνήρ Arph.)
3) музыкально одаренный(κύκνος καὴ ἄλλα ζῷα Plat.)
4) обученный, опытный, искусный, ученый(παρ΄ ὄχλῳ μ. λέγειν Eur.)
5) целесообразный, подходящий(ἥ οὐσία Plat.)
6) перен. тонкий, утонченный(δεῖπνον Plut.)
IIὅ музыкант -
5 μουσικός
μουσικόςmusical: masc nom sg -
6 μουσικός
μουσικός, ή, όν pert. to being musical, musical, skilled in music (so Aristoph. et al.; ins, pap, LXX; TestBenj 11:3; Jos., Ant. 16, 137 al. [ἡ μουσική]; Just. [ἡ μ.]); subst. ὁ μ. the musician (X., Cyr. 1, 6, 38; Cornutus 32 p. 67, 17 μ. καὶ κιθαριστής; OGI 383, 162; PFlor 74, 6; POxy 1275, 9 συμφωνίας αὐλητῶν κ. μουσικῶν; Ezk 26:13; Philo), w. harpists, flute-players and trumpeters Rv 18:22.—EWerner, The Sacred Bridge (Liturgy and Music) ’59.—DELG s.v. μοῦσα. M-M. -
7 μουσικός
-
8 μουσικός
{прил., 1}искусный в игре на музыкальном инструменте или пении, просвещенный в изящных искусствах, особенно в музыке, музыкально одаренный; как сущ. музыкант (Откр. 18:22).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μουσικός
-
9 μουσικός
{прил., 1}искусный в игре на музыкальном инструменте или пении, просвещенный в изящных искусствах, особенно в музыке, музыкально одаренный; как сущ. музыкант (Откр. 18:22).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μουσικός
-
10 μουσικός
искусный (в игре на музыкальном инструменте или пении), просвещенный в изящных искусствах, особенно в музыке, музыкально одаренный; как сущ. музыкант.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μουσικός
-
11 μουσικός
[мусикос] εκ. музыкальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσικός
-
12 μουσικός
[мусикос] ουσ. а. музыкант.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσικός
-
13 μουσικός
-ή,-όν + A 1-0-1-8-12=22 Gn 31,27; Ez 26,13; Dn 3,5.7musicians Ez 26,13 -
14 μουσικός
[мусикос] επ музыкальный. -
15 μουσικός
[мусикос] ουσ α музыкант. -
16 μουσικός
musicien -
17 μουσικός
muzyk (m) rzecz. -
18 μουσικός
1) hudebník2) muzikant -
19 μουσικός
musicianΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μουσικός
-
20 hudebník
μουσικός
См. также в других словарях:
μουσικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό 1. αυτός που ακούγεται ευχάριστα, ο αρμονικός, ο μελωδικός: Μουσικός ήχος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική: Μουσικό όργανο. – Μουσική εκδήλωση. ο, η ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μουσική, ο μουσικοσυνθέτης, ο εκτελεστής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσικώτερον — μουσικός musical adverbial comp μουσικός musical masc acc comp sg μουσικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικά — μουσικός musical neut nom/voc/acc pl (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc dual (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικωτέρων — μουσικός musical fem gen comp pl μουσικός musical masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικόν — μουσικός musical masc acc sg μουσικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατα — μουσικός musical adverbial superl μουσικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατον — μουσικός musical masc acc superl sg μουσικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικόν — μουσικός musical masc acc sg (doric) μουσικός musical neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς … Dictionary of Greek