-
1 λειτουργός
λειτουργός, οῦ, ὁ (s. λειτουργέω; Polyb. et al.; pap, LXX; pseudepigr.; Ath. 10:3) prim. ‘one who performs public service’, in our lit. (exc. TestAsh 2:2) always w. sacred connotations (λ. τῶν θεῶν Dionys. Hal. 2, 2, 3; 2, 73, 2; Plut., Mor. 417a; ins [I B.C.: REA 32, 1930, p. 5] θεοῖς λιτουργοί; ins fr. Miletus: GKawerau and ARehm, D. Delphinion in M. 1914, 396; LXX; TestSol 4:13 D; TestAbr A 15 p. 95, 5 [Stone p. 38]; TestLevi; EpArist 95; Philo; Hippol., Ref. 10, 9, 1 τοῦ ὄφεως λ.).① one engaged in administrative or cultic service, servant, minister, the formal senseⓐ of Gr-Rom officials λ. θεοῦ servants of God Ro 13:6 (s. AvanVeldhuizen, Wie zijn λειτουργοὶ θεοῦ in Ro 13:6: TSt 32, 1914, 302–11). Of heavenly beings as servants of God Hb 1:7; 1 Cl 36:3 (both Ps 103:4; cp. 102:21; Philo, Virt. 74 ἄγγελοι λειτουργοί).ⓑ of priests 1 Cl 41:2; GJs 23:1. Of Christ, the true High Priest τῶν ἁγίων λ. καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς a minister in the sanctuary and in the true tabernacle Hb 8:2 (Philo, Leg. All. 3, 135 λειτουργὸς τῶν ἁγίων).—Also of the prophets οἱ λειτουργοὶ τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ 1 Cl 8:1. Of Paul, apostle to the nations/gentiles, λ. Χριστοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ ἔθνη a servant of Christ Jesus for the gentiles Ro 15:16. The term φιλοτιμέομαι in the immediate context (vs. 20) is freq. used in connection w. service rendered by public-spirited citizens (s. s.v.).② one engaged in personal service, aide, assistant, a transf., sense of 1, thus heightening the status of the referent: of Epaphroditus λειτουργὸς τῆς χρείας μου the one who has served my needs (= my aide) Phil 2:25.—DELG s.v. λαό. M-M. TW. Spicq. S. lit. s.v. λειτουργέω 2. -
2 λειτουργος
ὅ1) рабочий, мастер ( в армии) Polyb.2) (= лат. lictor) ликтор Plut.3) служитель, слуга(θεοῦ, τῆς χρείας τινός NT.)
-
3 λειτουργός
λειτουργόςone who performed a: masc nom sg -
4 λειτουργός
λειτουργός οсвященнослужитель, совершающий богослужение, в особенности Божественную Евхаристию*Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λειτουργός
-
5 λειτουργός
ο, η работник, -ца; чиновник;εκπαιδευτικοί λειτουργοί — работники просвещения; — учителя;
δικαστικοί λειτουργοί — судьи;
λειτουργός του υψίστου — священнослужитель
-
6 λειτουργός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λειτουργός
-
7 λειτουργός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λειτουργός
-
8 λειτουργός
служитель, слуга.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λειτουργός
-
9 λειτουργὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λειτουργὸς
-
10 λειτουργός
-οῦ+ ὁ N 2 0-5-1-4-3=13 2 Sm 13,18; 1 Kgs 10,5; 2 Kgs 4,43; 6,15; 2 Chr 9,4servant, minister Ezr 7,24; private servant 2 Sm 13,18; public servant 1 Kgs 10,5; neol.?Cf. DANIEL, S. 1966 98.101.102.116; PONTHOT 1986, 256; SPICQ 1978a, 475-481 -
11 λειτουργός
A one who performed a λειτουργία (q.v.), POxy.82.3 (iii A.D.), etc.; λ. τῶνἐν παισὶ λειτουργιῶν CIG2881.13
, cf. 2882, 2886 ([place name] Branchidae).II public servant, ἡ στάσις τῶν λ. [τοῦ Σαλομῶνος] LXX 3 Ki.10.5; of workmen, carpenters, etc.,οἰκοδόμοι καὶ λ. PPetr.3p.139
(iii B.C.), cf. Plb.3.93.5; at Magnesia, an official of the γερουσία, Inscr.Magn.116.17; = Lat. lictor, Plu.Rom.26: metaph., λ. τῆς χρείας μου ministering to my need, Ep.Phil.2.25.III in religioussense, minister, [ θεοῦ] ib.Ps.102(103).21, Ep.Rom.13.6, al.;τῶν θεῶν D.H.2.22
, cf. 73;τῶν ἁγίων λ. Ep.Hebr.8.2
; θεοῖς λιτουργοί (sic) Rev.Et.Anc.32.5 (Athens, i B.C.); attendant at sacrifices, acolyte, IG3.1005, al.IV Astrol., λειτουργοί, οἱ, astral gods subordinate to the δεκανοί, Iamb.Myst.9.2, Firm.2.4.4, Mart.Cap.2.200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργός
-
12 συλ-λειτουργός
συλ-λειτουργός, mit, zugleich, zusammen einen öffentlichen Dienst verwaltend, Sp.
-
13 λειτουργοί
λειτουργόςone who performed a: masc nom /voc pl -
14 λειτουργούς
λειτουργόςone who performed a: masc acc pl -
15 λειτουργέ
λειτουργόςone who performed a: masc voc sg -
16 λειτουργόν
λειτουργόςone who performed a: masc acc sg -
17 λείτωρ
λείτωρ, - οροςGrammatical information: m.Meaning: `priest' (postclass. Att. inscr.), ὁμο-λείτωρ = συλ-λειτουργός (Att. inscr. IIp), λείτορες ἱέρειαι H.; λητῆρες ἱεροὶ στεφανηφόροι. Άθαμᾶνες H., f. λήτειραι ἱέρειαι τῶν σεμνῶν θεῶν H. (Call. Fr. 123), λείτειρη ἱέρειαι H. (Boeot.); uncertain λετορο\<ς\> (IG 5: 2, 405, Arc.).Other forms: ὁμο-λείτωρ = συλ-λειτουργός (Att. inscr. IIp), λείτορες ἱέρειαι H.; λητῆρες ἱεροὶ στεφανηφόροι. Άθαμᾶνες H., f. λήτειραι ἱέρειαι τῶν σεμνῶν θεῶν H. (Call. Fr. 123), λείτειρη ἱέρειαι H. (Boeot.); uncertain λετορο\<ς\> (IG 5: 2, 405, Arc.).Compounds: PG [Pre-Greek] [Pre-Greek]Derivatives: Denomin. λειτορεύω 'be λείτωρ' (Thess. since IIa; also Egypt.?, s. Wilhelm Arch. f. Pap. 9, 214ff.). Details on spread etc. s. E. Kretschmer Glotta 18, 83 f., also Fraenkel Nom. ag. 1, 145, Bechtel Dial. 1, 207f., Benveniste Noms d'ag. 47 n. Cf. also ἀλήτωρ ἱερεύς H; further λετωρ `priest' inscr. Arcadia. The prothetic vowel seems to point to a Pre-Greek word; cf. DELG s.v. λήτωρ.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of the form λητῆρες which is ascribed to the northwestern Athamanes and (if correctly explained) Arc. λετορο\<ς\> Thess.-Boeot. λει- seems to stand for PGr. λη- (Att. λείτωρ a loan from Boeot.?). For the same reason the semantically attractive connection with λήϊ-τος, ληΐτη and λῄτη ' ἱέρεια', λειτουργός (s. λαός) makes difficulties; as secondary suffix - τωρ, - τηρ (for - της) is remarkable. Other hypotheses: to λάτρον (L.Meyer, Prellwitz); to λίσσομαι, λιταί (Hoffmann Dial. 2, 328).Page in Frisk: 2,101Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείτωρ
-
18 λειτουργώ
λειτουργέωserve public offices at one's own cost: pres subj act 1st sg (attic epic doric)λειτουργέωserve public offices at one's own cost: pres ind act 1st sg (attic epic doric)λειτουργόςone who performed a: masc gen sg (doric aeolic)——————λειτουργόςone who performed a: masc dat sg -
19 liturgus
-
20 συλ-λειτουργέω
συλ-λειτουργέω, mit oder zugleich ein λειτουργός sein, Chrysost.
См. также в других словарях:
λειτουργός — one who performed a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… … Dictionary of Greek
λειτουργός — ο 1. αυτός που επιτελεί λειτούργημα, δημόσιος υπάλληλος. 2. (εκκλησ.), ο ιερωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
ιμάμης — Λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης. Η λέξη ι. είναι αραβική (imam) και στον μουσουλμανικό κόσμο προσέλαβε διάφορες σημασίες ανάλογα με τις περιστάσεις. Η αρχική σημασία της είναι εκείνος που στέκεται μπροστά, ο προκαθήμενος και… … Dictionary of Greek
λειτουργοί — λειτουργός one who performed a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργούς — λειτουργός one who performed a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργέ — λειτουργός one who performed a masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργῷ — λειτουργός one who performed a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργόν — λειτουργός one who performed a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LITURGIA — Gr. λειτουργία, voxapud patres in Eccl. frequens, non uno semper eodemque modo accipitur. Λειτουργεῖν primâ notione, est opus facere publicum, vel publice, quae significatio postea sese laxius explicuit. Apud Graecos Scriptores Platonem, Aristor … Hofmann J. Lexicon universale