-
1 λήτωρ
-
2 λείτωρ
-
3 λείτωρ
λείτωρ, - οροςGrammatical information: m.Meaning: `priest' (postclass. Att. inscr.), ὁμο-λείτωρ = συλ-λειτουργός (Att. inscr. IIp), λείτορες ἱέρειαι H.; λητῆρες ἱεροὶ στεφανηφόροι. Άθαμᾶνες H., f. λήτειραι ἱέρειαι τῶν σεμνῶν θεῶν H. (Call. Fr. 123), λείτειρη ἱέρειαι H. (Boeot.); uncertain λετορο\<ς\> (IG 5: 2, 405, Arc.).Other forms: ὁμο-λείτωρ = συλ-λειτουργός (Att. inscr. IIp), λείτορες ἱέρειαι H.; λητῆρες ἱεροὶ στεφανηφόροι. Άθαμᾶνες H., f. λήτειραι ἱέρειαι τῶν σεμνῶν θεῶν H. (Call. Fr. 123), λείτειρη ἱέρειαι H. (Boeot.); uncertain λετορο\<ς\> (IG 5: 2, 405, Arc.).Compounds: PG [Pre-Greek] [Pre-Greek]Derivatives: Denomin. λειτορεύω 'be λείτωρ' (Thess. since IIa; also Egypt.?, s. Wilhelm Arch. f. Pap. 9, 214ff.). Details on spread etc. s. E. Kretschmer Glotta 18, 83 f., also Fraenkel Nom. ag. 1, 145, Bechtel Dial. 1, 207f., Benveniste Noms d'ag. 47 n. Cf. also ἀλήτωρ ἱερεύς H; further λετωρ `priest' inscr. Arcadia. The prothetic vowel seems to point to a Pre-Greek word; cf. DELG s.v. λήτωρ.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of the form λητῆρες which is ascribed to the northwestern Athamanes and (if correctly explained) Arc. λετορο\<ς\> Thess.-Boeot. λει- seems to stand for PGr. λη- (Att. λείτωρ a loan from Boeot.?). For the same reason the semantically attractive connection with λήϊ-τος, ληΐτη and λῄτη ' ἱέρεια', λειτουργός (s. λαός) makes difficulties; as secondary suffix - τωρ, - τηρ (for - της) is remarkable. Other hypotheses: to λάτρον (L.Meyer, Prellwitz); to λίσσομαι, λιταί (Hoffmann Dial. 2, 328).Page in Frisk: 2,101Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείτωρ
См. также в других словарях:
λήτωρ — λήτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει τους τύπους με την ίδια σημασία λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» και λειτουργός (πρβλ. λαός), αλλά υπάρχουν μορφολογικές δυσχέρειες που εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεση με τους τ.… … Dictionary of Greek
λητήρες — λητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροὶ στεφανηφόροι». [ΕΤΥΜΟΛ. <θ. λη τού λήτωρ + επίθημα τήρ (πρβλ. λου τήρ, πα τήρ) βλ. και λ. λήτωρ] … Dictionary of Greek
λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] … Dictionary of Greek
λείτωρ — λείτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λήτωρ] … Dictionary of Greek