Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λήτωρ

См. также в других словарях:

  • λήτωρ — λήτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει τους τύπους με την ίδια σημασία λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» και λειτουργός (πρβλ. λαός), αλλά υπάρχουν μορφολογικές δυσχέρειες που εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεση με τους τ.… …   Dictionary of Greek

  • λητήρες — λητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροὶ στεφανηφόροι». [ΕΤΥΜΟΛ. <θ. λη τού λήτωρ + επίθημα τήρ (πρβλ. λου τήρ, πα τήρ) βλ. και λ. λήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λείτωρ — λείτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λήτωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»