-
1 Αγκύρα
Ἀγκύρᾱ, Ἄγκυραfem nom /voc /acc dual——————Ἀγκύρᾱͅ, Ἄγκυραfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγκύρα
ἀγκύρᾱ, ἄγκυραanchor: fem nom /voc /acc dual——————ἀγκύρᾱͅ, ἄγκυραanchor: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 αγκυρα
ион. ἀγκύρη ἥ1) якорь Pind., Aesch., Eur., Thuc., Xen., Plut., Anth.ἐπ΄ ἀγκύραις ὁρμεῖσθαι Her. или ἀποσαλεύειν Dem. — стать на якорь;
ἐπὴ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν погов. Dem. — стоять на двух якорях, т.е. вдвойне застраховать себя, перестраховаться;ἥ ὑστάτη ἄ., ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασι Luc. — последний якорь, который мореходы называют священным2) перен. якорь спасения, опора, надежда(οἴκων ἄ. Eur.)
εἰσὴ μητρὴ παῖδες ἄγκυραι βίου Soph. — дети - опора матери в жизни -
4 Αγκυρα
-
5 Ἄγκυρα
-
6 άγκυρα
-
7 ἄγκυρα
-
8 άγκυρα
άγκυρα ηякорь – древний христианский символ. В иконописи символизирует надежду, упование и твердость веры:ΦΡ.Этим.дргр. < инд. ank- «гнуть, сгибать» -
9 ἄγκῡρα
ἄγκῡρα, ἡ, Anker (von den gekrümmten Armen desselben), zuerst Theogn. u. Pind.; Anker werfen, ἀφιέναι Xen. Hell. 3, 5, 6; βάλλειν Pind. I. 5, 11; καϑιέναι Her. 7, 36; ἐρείδειν χϑονί Pind. P. 10, 51; ῥίπτειν εἰς γῆν Orph. Arg. 497; κρεμαννύναι Pind. P. 4, 192; μεϑιέναι Aesch. Ch. 650; χαλᾶν Sp. – Anker lichten, αἴρεσϑαι Plut. Pomp. 80; ἀναιρεῖσϑαι Ath. XV, 672 c; Leon. Tar. 57 (X, 1); ἀνελκύσασϑαι Poll.; ἀνασπάω, ἀναφέρω, Long. 2, 29. 26, kappen, ἀποκόπτειν. Vor Anker liegen, ἐπ' ἀγκύρας ὁρμεῖν, ἀποσαλεύειν, ὁρμίσασϑαι, Poll. 1, 103; vgl. Eur. Hel. 1080. Dah. ἐπ' ἀγκύραιν δυοῖν ὁρμεῖν τινα ἐᾶν, Jemandem die Wahl zwischen zwei Dingen lassen, Dem. 56, 44; Plut. auch ἐπ' ἀγκύραις Sol. 19; – der Hauptanker des Schiffs hieß ἱερά, Luc. Fugit. 13 Jup. Trag. 51; Plut. reip. ger. pr. 19. Uebertr. Eur. οἴκων, vom Sohne, des Hauses Stütze, Hec. 80; wie Soph. frg. 612; Plat. Legg. XII, 961 c πόλεως. – Bei Theophr. ein Haken, als Werkzeug.
-
10 ἄγκυρα
ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.)1 anchorἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101
“ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” P. 4.24ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν P. 4.192
κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.51
met.,ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
-
11 ἄγκυρα
ἄγκῡρα, ἡ,A anchor, Alc.18.9 (v. ἄγκοινα), Thgn.459; ἄ. βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀΦιέναι to cast anchor, Pi.I.6(5).13, Hdt.7.36, A.Ch. 662, X.An.3.5.10; ἄ. αἴρειν, αἴρεσθαι to weigh anchor, Plu.Pomp.50, 80;ἀνέλοιο AP10.1
(Leon.);τὰς νέας ἔχειν ἐπ' ἀγκυρέων Hdt.6.12
;ὁρμίζειν Th.7.59
; ἐπ' ἀγκυρέων ὁρμεῖν ride at anchor, Hdt.7.188;νηῦς μιῆς ἐπ ἀγκύρης [ονκ ἀςΦ]αλὴς ὁρμεῦσα Herod.1.41
;ἐπ ἀγκύρας ἀποσαλεύειν D.50.22
, cf. E.Hel. 1071; prov, ἀγαθαὶ πέλοντ'.. δύ' ἄγκυραι 'tis good to have 'two strings to your bow', Pi.O.6.101; , cf. Plu.Sol.19;ἄ. δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη E.Hel. 277
; ἐπὶ τῆς αὐτῆς (sc. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, i.e. 'to be in the same boat' with the many, D.18.281; ; οἴκων ἄ., of a son, E.Hec.80; ἱερὰ ἄ., last hope, Luc.JTr.51.II pruning-hook, Thphr.CP 3.2.2. -
12 ἄγκῡρα
-
13 Ἄγκῡρα,
Ἄγκῡρα, Stadt Phrygiens, später zu Galatien gehörig -
14 ἄγκυρα
ἄγκυρα, ας, ἡ (nautical term, lit. and fig.: Alcaeus et al.; SIG2 588, 168; 171; PCairZen 782a V, 64 [III B.C.]; PColZen 43, 6 [III B.C.]; PLond III, 1164h, 9 p. 164; V, 1714, 2; Jos., Vi. 167.—Jer 52:18 Sym. in special mng.) a ship’s anchor, anchorⓐ lit. ῥίπτειν ἀ. let go or drop an anchor Ac 27:29. ἀ. ἐκτείνειν lay out an anchor vs. 30 (Breusing 195; LCasson, Ships and Seamanship in the Anc. World, ’71, 256). ἀ. περιαιρεῖν vs. 40 (s. περιαιρέω 1).ⓑ fig. (Eur., Hec. 80 ἄ. οἴκων; Soph., Fgm. 623 ἄ. βίου; Heliod. 7, 25, 4 πᾶσα ἐλπίδος ἄ.; IG XII, VII 123b, 3 ἄ. γήρως) of hope (Marinus, Vi. Procli 29) ἥν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς Hb 6:19 (s. PStumpf, RAC I 440–43; CSpicq, StTh 3, ’49, 185–87).—B. 737. DELG s.v. ἀγκ-. M-M. -
15 άγκυρα
η якорь;ρίχνω (σηκώνω) την άγκυρα — отдавать, бросать (поднимать, выбирать) якорь;
§ άγκυρα σωτηρίας — якорь спасения
-
16 ἀγκύρα
Βλ. λ. αγκύρα -
17 ἀγκύρᾳ
Βλ. λ. αγκύρα -
18 Ἀγκύρα
Βλ. λ. Αγκύρα -
19 Ἀγκύρᾳ
Βλ. λ. Αγκύρα -
20 ἄγκυρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄγκυρα
См. также в других словарях:
Ἀγκύρα — Ἀγκύρᾱ , Ἄγκυρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρα — ἀγκύρᾱ , ἄγκυρα anchor fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγκύρᾳ — Ἀγκύρᾱͅ , Ἄγκυρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρᾳ — ἀγκύρᾱͅ , ἄγκυρα anchor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγκυρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκυρα — anchor fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
άγκυρα — η 1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο που χρησιμεύει ν ακινητούν τα πλοία: Όταν έφτασα στο λιμάνι το πλοίοέριχνε την άγκυρα. 2. στήριγμα, ελπίδα: Αυτό ήταν η μοναδική για κείνον άγκυρα σωτηρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγκύρας — Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem acc pl Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρας — ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem acc pl ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγκυρ' — Ἄγκυρα , Ἄγκυρα fem nom/voc sg Ἄγκυραι , Ἄγκυρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)