Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ое+хозяйство

  • 41 колонистский

    επ.
    αποικιακός, του άποικου•

    -ое хозяйство αποικιακό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > колонистский

  • 42 коммунальный

    επ.
    της κομμούνας (διοικητικής υποδιαίρεσης)•

    -ые выборы εκλογές στις κομμούνες.

    || δημοτικός, του δήμου•

    -ые услуги ευκολίες που προσφέρει ο δήμος•

    -ое хозяйство δημοτική οικονομία•

    -ое строительство τα οικοδομικά έργα του δήμου.

    Большой русско-греческий словарь > коммунальный

  • 43 крепостной

    επ.
    1. δουλοκτητικός•

    -ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•

    -ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.

    2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•

    -ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.
    επ.
    του φρουρίου, του κάστρου•

    -ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.

    επ.
    της αγοραπωλησίας•

    крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).

    Большой русско-греческий словарь > крепостной

  • 44 крестьянский

    επ.
    αγροτικός•

    крестьянский вопрос αγροτικό ζήτημα•

    -ое движение αγροτικό κίνημα•

    -ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα•

    - ое хозяйство ή крестьянский двор αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > крестьянский

  • 45 кулацкий

    επ.
    κουλάκικος, του κουλάκου•

    -ое хозяйство κουλάκικο νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > кулацкий

  • 46 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 47 мелкокрестьянский

    επ.
    μικροαγροτικός•

    -ое хозяйство μικροαγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > мелкокрестьянский

  • 48 народный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    λαϊκός•

    -ые массы οι λαϊκές μάζες•

    -ое движние λαϊκό κίνημα•

    -ое хозяйство λαϊκή οικονομία•

    -ая власть λαϊκή εξουσία•

    -ая армия λαϊκός στρατός•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    -ая поэзия λαϊκή ποίηση•

    -ые песни λαϊκά τραγούδια•

    -ая школа δημοτικό σχολείο•

    народный учитель δημοδιδάσκαλος•

    -ое имущество λαϊκή περιουσία•

    страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών.

    εκφρ.
    - ая воля – λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό-ντνικων)•
    - ая гребля – είδος κωπηλασίας.

    Большой русско-греческий словарь > народный

  • 49 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 50 незаможный

    επ. παλ. φτωχός•

    -крестьянин φτωχός αγρότης•

    -ое хозяйство φτωχονοι-κοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > незаможный

  • 51 неисправный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. αδιόρθωτος, ανεπιδιόρθωτος• χαλασμένος•

    радиопримник αδιόρθωτο ραδιόφωνο.

    || ατακτοπο ίητος, ακατάστατος, ρέμπελος•

    -ое хозяйство ακατάστατο νοικοκυριό.

    2. ασυνεπής•

    неисправный плательщик κακοπληρωτής.

    Большой русско-греческий словарь > неисправный

  • 52 плановый

    επ.
    του σχεδίου, της, σχεδίασης, της σχεδιοποίησης• με σχέδιο•

    -ое здание κτίριο με σχέδιο•

    плановый работник σχεδιαστής•

    плановый ое хозяйство σχεδιασμένη οικονομία•

    плановый отдел τμήμα σχεδιοποίησης.

    Большой русско-греческий словарь > плановый

  • 53 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 54 подорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ανατινάζω•

    партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.

    2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•

    подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•

    подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•

    подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•

    подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•

    подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.

    ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подорвать

  • 55 пригородный

    επ.
    του προαστίου•

    -ые жители κάτοικοι των προαστίων.•

    πλησίον της πόλης•

    -ое огородное хозяйство το παρά την πόλη κηπευτικό νοικοκυριό.

    || (για μέσα μεταφοράς)• του προαστίου•

    пригородный автобус λεωφορείο προαστίων.

    Большой русско-греческий словарь > пригородный

  • 56 развалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•

    развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.

    1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.
    3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά.

    Большой русско-греческий словарь > развалить

  • 57 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 58 расползтись

    -зусь, -зшься, παρλθ. χρ. расползся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. έρπω, φεύγω έρποντας (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    раки -лись τα καβούρια έφυγαν (σκόρπισαν).

    || αποσύρομαι, τραβιέμαι στην άκρη.
    2. μτφ. απέρχομαι, φεύγω, χωρίζομαι.
    3. μτφ. χοντραίνω, παχύνω.
    4. (για υποδήματα, ενδυμασία κ. τ,τ.) ξεσχίζομαι, κουρελιάζομαι• ξεφτώ, πέφτω.
    5. μτφ. εξαρθρώνομαι, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    хозяйство без надзора -етея το νοικοκυριό χωρίς επίβλεψη σπαραλιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > расползтись

  • 59 расшатанный

    επ. από μτχ.
    1. κλονισμένος, διασαλευμένος.
    2. μτφ. αδυνατισμένος, εξασθενημένος• χαλαρωμένος•

    -ые нервы κλονισμένα νεύρα•

    -ое хозяйство χαλαρωμένο νοικοκυριό, χαλαρωμένη οικονομία•

    -ое здоровье κλονισμένη υγεία.

    Большой русско-греческий словарь > расшатанный

  • 60 расшатать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшатанный βρ: -тан, -а, -о.
    1. κλονίζω, διασείω, διασαλεύω• κουνώ• — столб κουνώτο στύλο•

    расшатать зуб κουνώ το δόντι.

    2. μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• χαλαρώνω•

    расшатать устои государства κλονίζω τα θεμέλια του κράτους•

    расшатать дисциплину κλονίζω την πειθαρχία•

    расшатать здоровье κλονίζω την υγεία.

    1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, διασείομαι, διασαλεύομαι•

    зуб расшататьлся το δόντι κουνήθηκε.

    2. μτφ. χαλαρώνω, εκπίπτω• αδυνατίζω,εξασθενίζομαι•

    хозяйство -лось η οικονομία ξέπεσε•

    дисциплина -лась η πειθαρχία χαλάρωσε•

    здоровье -лось η υγεία κλονίστηκε•

    нервы -лись τα νεύρα κλονίστηκαν•

    совсем расшатать ξεχαρβαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшатать

См. также в других словарях:

  • ХОЗЯЙСТВО — ХОЗЯЙСТВО, хозяйства, ср. 1. только ед. Общественная форма производства, совокупность производственных отношений того или иного общественного уклада (экон.). Натуральное хозяйство. « До 60 х годов прошлого столетия в России было очень мало фабрик …   Толковый словарь Ушакова

  • Хозяйство — В экономике хозяйство это совокупность всех средств производства, используемых людьми в целях обеспечения своих потребностей. Сельское хозяйство Плановое хозяйство Народное хозяйство Натуральное хозяйство Товарное хозяйство Домашнее хозяйство… …   Википедия

  • хозяйство — См …   Словарь синонимов

  • Хозяйство (газета) — Хозяйство Первая полоса газеты (25 ноябр …   Википедия

  • хозяйство крестьянское (фермерское) — Личное хозяйство, представляющее собой форму свободного предпринимательства. На основе использования находящейся в его собственности или арендованной им земли и имущества осуществляет производство, переработку и реализацию сельскохозяйственной… …   Справочник технического переводчика

  • Хозяйство Крестьянское — личное, подсобное хозяйство крестьянина, занимающегося сельским трудом. Земля у такого крестьянина обычно находится в его частной собственности. Характер деятельности Х.к. может быть натуральный, когда продукты труда потребляются самим же… …   Словарь бизнес-терминов

  • Хозяйство Товарное — хозяйство, производящее продукцию на продажу. Словарь бизнес терминов. Академик.ру. 2001 …   Словарь бизнес-терминов

  • ХОЗЯЙСТВО ФЕРМЕРСКОЕ — англ. economy, farming; нем. Farmlandwirtschaft. Частное товарное сельское хозяйство фермеров, к рое ведется на собственной или арендованной земле с целью получения прибыли. Antinazi. Энциклопедия социологии, 2009 …   Энциклопедия социологии

  • ХОЗЯЙСТВО ХУТОРСКОЕ — англ. economy, khutor; нем. Chutorkmdwirt schaft. Форма ведения сельскохозяйственного производства, к рая характеризуется тем, что на обособленном участке земли находится все хозяйство с усадьбой владельца или часть построек и инвентаря,… …   Энциклопедия социологии

  • ХОЗЯЙСТВО — эксплуатация полезной продукции, получаемой в ходе культивации используемого объекта. Хозяйство бывает: заповедно охотничье, лесное, лесоохотничье, охотничье, рыбное, прудовое, озерное, морское и т. п. Экологический энциклопедический словарь.… …   Экологический словарь

  • хозяйство коммунальное — Часть городского хозяйства, включающая энергетическое хозяйство, внутригородской транспорт, учреждения санитарно технического обслуживания, гостиницы, рынки и т.д. [Терминологический словарь по строительству на 12 языках (ВНИИИС Госстроя СССР)]… …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»