Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκεθρός

См. также в других словарях:

  • σκεθρός — exact masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • σκεθρόν — σκεθρός exact masc acc sg σκεθρός exact neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθροτέρης — σκεθρός exact fem gen comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρῇ — σκεθρός exact fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρή — σκεθρός exact fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρῶς — σκεθρός exact adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρῷ — σκεθρός exact masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • щедрый — щедр, щедра, щедро (судя по наличию е , заимств. из цслав.), укр. щедрий, блр. шчодры, др. русск. щедръ, ст. слав. штедръ οἰκτίρμων (Рs. Sin., Супр.), болг. щедър (Младенов 697), чеш. štědry щедрый , слвц. štedry, польск. szczodry, в. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σκεθροτέραν — σκεθροτέρᾱν , σκεθρός exact fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθράν — σκεθρά̱ν , σκεθρός exact fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»