-
1 ἀνα-σχετός
-
2 περί-σχετος
περί-σχετος, umgeben, Opp. Hal. 4, 146.
-
3 κατά-σχετος
κατά-σχετος, p. = κάτοχος, bes. von einer Gottheit besessen, begeistert, δαιμονίῳ πνεύματι κατάσχετον γινομένην Dion. Hal. 1, 31; ἐκ Νυμφῶν Paus. 10, 12, 11. – Soph. Ant. 1238 ist es =
-
4 εὐ-κατά-σχετος
εὐ-κατά-σχετος, leicht festzuhalten, Hippocr.
-
5 εὔ-σχετος
-
6 δυς-από-σχετος
δυς-από-σχετος, dessen man sich schwer enthält, Sext. Emp. adv. Math. 9, 153.
-
7 δυς-επί-σχετος
δυς-επί-σχετος, schwer auf-, zurückzuhalten, Medic.
-
8 δυς-ανά-σχετος
δυς-ανά-σχετος, schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυςανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
-
9 δυς-άν-σχετος
δυς-άν-σχετος, = δυςανάσχετος, Ap. Rh. 2, 272.
-
10 δευτερό-σχετος
δευτερό-σχετος = δευτεροῠχος, Sp.
-
11 ἀ-κατά-σχετος
ἀ-κατά-σχετος, nicht zu halten, nicht zu bändigen, Plut. Mar. 44; δάκρυα Diod. S. 17, 38. – Adv. unaufhaltsam, φέρεσϑαι Plut. Cam. 37.
-
12 ἀν-επί-σχετος
ἀν-επί-σχετος, unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
-
13 ἀά-σχετος
-
14 ἄ-σχετος
ἄ-σχετος, unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένϑος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.
-
15 ἡμί-σχετος
ἡμί-σχετος, die Hälfte habend, Sp.
-
16 ἀν-στήσεις
ἀν-στήσεις u. ähnl. verkürzte Formen für ἀναστάς, ἀναστήσεις. Ebenso ἀν-στέψειαν, ἀν-σχεθέειν, ἀν-σχετός.
-
17 ασχετος
-
18 κατασχετος
2(= κάτοχος См. κατοχος)1) сдержанный, скрытый, затаенный2) одержимый, преследуемый(τοῖς βακχικοῖς πάθεσιν Plut.; οἴστρῳ Anth.)
-
19 δυσανάσχετος
δῠσανά-σχετος, ον,A hard to bear, intolerable,ὕβρεις Ph.2.92
;κήδη Phleg.Macr.4
, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. [suff] δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.II [voice] Act., bearing hardly, in Adv. - τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9
, cf. Poll.3.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάσχετος
-
20 δυσαπόσχετος
δῠσαπό-σχετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόσχετος
См. также в других словарях:
ευκατάσχετος — εὐκατάσχετος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σταματήσει, να συγκρατήσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σχετος (< κατ έχω), πρβλ. α κατά σχετος, δυσ κατά σχετος] … Dictionary of Greek
εύσχετος — εὔσχετος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται εύκολα στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχετος (< έχω), πρβλ. ακατά σχετος ά σχετος] … Dictionary of Greek
ημίσχετος — ἡμίσχετος, ον (Α) 1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετον η κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή. επίρρ... ἡμισχέτως (Α) με τρόπο ημίσχετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σχετος (< θ. σχ … Dictionary of Greek
επισχεσία — ἐπισχεσία, ἡ (Α) πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό * σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε τός (πρβλ. υπο σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
seĝh-, seĝhi-, seĝhu- — seĝh , seĝhi , seĝhu English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg” Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary